Έξι ταινίες μετά, ο Peter Jackson τελειώνει την κινηματογραφική εξαλογία της Μέσης Γης με μία σχετικά αδιάφορη ταινία γεμάτη με ασταμάτητη δράση.
Σκηνοθεσία: Peter Jackson
Ηθοποιοί: Martin Freeman, Ian McKellen, Richard Armitage, Ken Stott, Graham McTavish, Aidan Turner, Dean O’Gorman, Luke Evans, Orlando Bloom, Evangeline Lilly, Lee Pace, Cate Blanchett, Hugo Weaving, Christopher Lee, Sylvester McCoy, Billy Connolly, Mikael Persbrandt, Stephen Fry, Ryan Gage, Manu Bennett, John Tui, Benedict Cumberbatch, Ian Holm
Οι δυο πρώτες ταινίες του “Hobbit” με άφησαν με ανάμεικτα συναισθήματα. Από την μια απόλαυσα το ταξίδι των νάνων και διασκέδασα με τις δράσεις και τους χοντροκομμένους τρόπους τους, από την άλλη βρήκα το χιούμορ και την υπερβολική δράση πτωχή.
Αλλά δεν περίμενα να απογοητευτώ τόσο από την τρίτη ταινία, αυτήν που θα έδενε το ‘παραμύθι’ του Hobbit με το ‘έπος’ του Lord of the Rings. Η ταινία ξεκινά εκεί που τελείωσε η δεύτερη, με την επίθεση του Smaug στην πόλη των ανθρώπων. Για περίπου πέντε λεπτά επικρατεί ένταση και καταστροφή ισάξια του Michael Bay, ώσπου τελικά ο δράκος πεθαίνει («καλά», ρώτησε ο διπλανός μου στο σινεμά, «δεν μπορούσαν να μας το δείξουν αυτό στο δεύτερο μέρος;») και πλέον η πλοκή συγκεντρώνεται γύρω από την προσπάθεια των ανθρώπων και των ξωτικών να πάρουν το μερίδιο τους από τον θησαυρό των νάνων. Δεν υπολόγισαν όμως ότι ο Thorin έχει πάθει την ‘ασθένεια του δράκου’, και έτσι δεν σκοπεύει να τους δώσει ούτε ένα νόμισμα…
Κάπως έτσι περνάει μια ανούσια κινηματογραφική ώρα, με τους χαρακτήρες να παρακαλάνε τον Thorin (Richard Armitage) να συνέλθει από την τρέλα του και τους στρατούς έξω από το βουνό να ετοιμάζονται να ξεκινήσουν πόλεμο. Μέχρι όμως να περάσει η τρέλα του Thorin και να βγουνε οι νάνοι από το βουνό κυριαρχεί η φλυαρία και τα εφέ. Η πλοκή της δράσης σταματά για να δούμε τι κάνει ο Legolas και η Tauriel (οι οποίοι δεν υπάρχουν στο βιβλίο), ο γλοιώδης βοηθός του Δημάρχου της Laketown, και τα παιδιά του Bard. Ένα ακόμα αρνητικό είναι το πόσο λίγο ασχολούμαστε με τον Bilbo. Το Hobbit έσπασε σε τρια μέρη για να δικαιώσουν την ιστορία του συμπαθητικού πρωταγωνιστή, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη. Πούντος, λοιπόν; Περνάει λίγο χρόνο με τον Thorin, μετά λίγο χρόνο με τον Bard, λίγο χρόνο με τον Gandalf, ρίχνει και μια-δυο πέτρες σε κεφάλι orc, και μετά παίρνει δεύτερη μοίρα για να προβληθούν άλλοι χαρακτήρες. Ανεπίτρεπτο.
Και μετά επιτέλους εμφανίζονται τα orcs με από μηχανής Θεό με τον ‘μεγάλο κακό’ του έργου, τον Azog, και ξεκινά ο πόλεμος των πέντε στρατών. Αλλά είναι μια μάχη πνιγμένη στα CGI. Τουλάχιστον στον «Άρχοντα» είχαμε κανονικούς ηθοποιούς και επικούς λόγους. Εδώ, τίποτα. Επικρατεί ο υπολογιστής και το ταχύρυθμο μοντάζ. Τα ξωτικά κάνουν τις φιγούρες τους, οι νάνοι ανοίγουν κεφάλια, τα orcs κάνουν τις ενέδρες τους, οι άνθρωποι μένουν πίσω για να προστατέψουν τα γυναικόπαιδα. Στην θεωρία εντυπωσιακές σκηνές, μόνο που οι στρατοί των ‘καλών’ είναι αβοήθητοι και ανύμποροι να δράσουν και παρακαλάνε να βγει ο Thorin από το βουνό. Και όταν τελικά βγαίνει ο Thorin από το Erebor μαζί με την ομάδα του (τον ερωτοχτυπημένο Kili, τον αδερφό του, Fili, τον Balin, και κάποιους άλλους νάνους που δεν προλάβαινε ο σκηνοθέτης να ασχοληθεί μαζί τους) τον εκθειάζουν ως σωτήρα τους και αναλαμβάνει αυτός να τους οδηγήσει ως ‘μεσσίας’. Κλασσική περίπτωση Hollywood, όπου ο ένας σώζει τους πολλούς.
Και εκεί που λες ότι τώρα θα δεις την επική μάχη ισάξια της Ιλιάδας, περνάμε σε μονομαχίες μεταξύ των χαρακτήρων, βεβιασμένες και με κακή χορογραφία. Ο Legolas ειδικά κλέβει την σκηνή αψυφώντας την βαρύτητα αρκετές φορές, κάνοντας ακροβατικά τραβηγμένα από τα ξανθά του μαλλιά. Τρεις από τους βασικούς χαρακτήρες των νάνων πεθαίνουν άκλαφτοι, και δίνεται πιο πολύ έμφαση στο πόσο στεναχωρήθηκε η ξωτικιά που αγαπούσε έναν από
αυτούς παρά στο ότι πέθανε ένας από τους πρωταγωνιστές. Και με το που ολοκληρώνεται όλο αυτό το πανδαιμόνιο; Η ταινία τελειώνει εντός δέκα (το πολύ) λεπτών, με τον Bilbo να γυρίζει σπίτι του.
Η ταινία δεν είναι φριχτή, ούτε λέω να μην την δει κανείς, αλλά θα μπορούσαν να κάνουν θαύματα αν δεν βιαζόντουσαν να βάλουν τίτλους τέλους φοβισμένοι ότι ο κόσμος θα βαριόταν, ή να κόβανε λίγο από το υποτιθέμενο χιούμορ για να δείξουν κανονικά την μάχη, ή τέλος πάντων να βάλουν τα 30 λεπτά που υποσχέθηκαν ότι θα δείξουν στο ‘extended’.
Είναι ένα έργο στο οποίο θα διασκεδάσεις κατά την διάρκειά του, αλλά θα βγεις από την αίθουσα με αρνητικά συναισθήματα. Πολλά από δαύτα.
Του Κωνσταντίνου Ξενάκη