Πριν από τέσσερα χρόνια κάνει την εμφάνισή του το “The Hangover“. Αυτή η πραγματικά “καμένη” κωμωδία που με έκανε να κρατάω τη κοιλιά μου από τα γέλια. Τέσσερις τύποι, ένας γάμος, ένα bachelor πάρτυ, το Λας Βέγκας και… ένα απίστευτο hangover στα κεφάλια τους.
Εκεί γνωρίζω και τον απίστευτο Ζακ Γαλιφιανάκη, τον χοντρούλη, μουσάτο τύπο με ένα στυλ που σκοτώνει που με έκανε να τον αγαπήσω.
Και δύο χρόνια αργότερα(2011), βγαίνει στη μεγάλη οθόνη το δεύτερο μέρος… Το θέμα; ίδιο… πάλι ένας γάμος, πάλι ένα bachelor, πάλι ένα hangover, αλλά αυτή τη φορά στην Bangkok. Δεν μπορώ πως δεν είχα γελάσει, αλλά και πάλι δεν συγκρινόταν με το πρώτο μέρος της ταινίας.
Χθές λοιπόν είδα το τρίτο και τελευταίο μέρος του “The Hangover” που ξεκίνησε στους κινηματογράφους πριν από μια βδομάδα. Η πλοκή;; άλλη…
Ο στόχος της ταινίας να δώσει ένα τέλος σε αυτή την τρελή παρέα και τα μεθύσια της και έτσι δεν υπάρχει πουθενά hangover, τουλάχιστον όχι την μιάμιση ώρα που διαρκεί η ταινία. Δεν γελάς και τόσο βασικά…
Υπάρχουν σκηνές που είναι “χαριτωμένες“- Και αυτές φυσικά από τον Ζακ Γαλιφιανάκη-, αλλά όχι δεν μπορώ να το συγκρίνω με τα άλλα δύο και κυρίως με το πρώτο μέρος του “The Hangover”.
Τι συμβαίνει λοιπόν με το τρίτο μέρος και το τέλος αυτής της παρέας;;
Έχουν περάσει δύο χρόνια…
Ο Φιλ (Μπράντλεϊ Κούπερ), ο Στου (Εντ Χελμς) και ο Νταγκ (Τζάστιν Μπάρθα), έχουν ήσυχες οικογενειακές ζωές και το τελευταίο πράγμα που έχουν μάθει που συνδέεται με τις απίστευτες στιγμές που έζησαν στο παρελθόν είναι πως Λέσλι Τσάο (Κεν Τζέονγκ) έχει καταλήξει σε μια ταϊλανδέζικη φυλακή. Έτσι λοιπόν ο Τσάο είναι έξω από τις ζωές τους πλέον, έχουν ανακάμψει μετά από τις νύχτες στις κακόφημες περιοχές του Λας Βέγκας, τις απαγωγές, τους πυροβολισμούς… κυνηγημένοι από τους μαφιόζους έμπορους ναρκωτικών της Μπανγκόκ. Το μόνο μέλος της… “Αγέλης των Λύκων” που δεν είναι ευχαριστημένο είναι ο Άλαν (Ζακ Γαλιφιανάκης). Του λείπει ακόμα μια αίσθηση σκοπού. Έχει σταματήσει να παίρνει τα φάρμακά του και έχει ενδώσει στις φυσικές του παρορμήσεις, κάτι που για εκείνον σημαίνει μηδέν φιλτράρισμα και έλλειψη ορίων. Μέχρι που ένα προσωπικό θέμα θα τον αναγκάσει να αναζητήσει την βοηθεία που χρειάζεται. Και φυσικά σε αυτό θα βοηθήσουν οι τρεις κολλητοί του…
Από εκεί και μετά ξεκινάει η τελευταία περιπετεία…
Τα συναισθήματά μου ανάμεικτα… πάντως όχι δεν ενθουσιάστηκα. Ίσως να φταίει ότι περίμενα να γελάσω, γιατί η συγκεκριμένη ταινία και σε εμένα και σε όλους αυτό φέρνει στο μυαλό. Αν την έκρινα σαν μια απλή κωμωδία, θα έλεγα πως ήταν καλή. Αλλά αν την κρίνω σαν Hangover… δεν ήταν Hangover.
Τελικά είναι αλήθεια ότι μια τριλογία χάνει την ουσία της-και ειδικά στο τέλος της…