Σάλο προκάλεσε η ανοιχτή επιστολή της υιοθετημένης κόρης της Μία Φάροου, Ντίλαν, που δημοσιεύτηκε στους Κυριακάτικους New York Times και εξέθετε τον Γούντι Άλλεν ως παιδεραστή, υποστηρίζοντας ότι την κακοποίησε σεξουαλικά σε ηλικία 7 ετών.
Το σκάνδαλο είχε πρωτοξεσπάσει το 1992, λίγο μετά την είδηση για την σχέση του σκηνοθέτη με την μεγαλύτερη υιοθετημένη κόρη της τότε συντρόφου του και ηθοποιού Μία Φάροου, Σουν Γι (η οποία μπορεί μεν να ήταν αρκετά χρόνια μικρότερή του, αλλά ήταν ενήλικη και στη συνέχεια παντρεύτηκαν και παραμένουν παντρεμένοι μέχρι σήμερα). Δεν ασκήθηκαν ποτέ επισήμως κατηγορίες στον Γούντι Άλλεν, ενώ ειδικοί που είχαν εξετάσει τότε την μικρή Ντίλαν, απεφάνθησαν πως δεν υπέστη κακοποίηση.
Η επιστολή της Ντίλαν πέφτει σαν καταπέλτης στο Hollywood, που εξακολουθεί -σύμφωνα με την ίδια- να βραβεύει έναν σκηνοθέτη που παραμένει ατιμώρητος για ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα και μάλιστα κατονομάζει και ανθρώπους, απευθυνόμενη στην Κέιτ Μπλάνσετ, τον Άλεκ Μπάλντουιν και την Νταϊάν Κίτον, που συνεργάζονται και στηρίζουν τον σκηνοθέτη, κάνοντας τα στραβά μάτια σε κάτι τόσο τερατώδες.
Είναι γεγονός πως τα άτομα που υφίστανται σεξουαλική κακοποίηση, συχνά φοβούνται να μιλήσουν και να το καταγγείλουν, φοβούμενα -εκτός των άλλων-, ότι μπορεί να μην γίνει καν πιστευτή η κατηγορία τους. Είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα το παράδειγμα που δίνει το Hollywood, κάνοντας πολλές φορές τα στραβά μάτια σε περιπτώσεις όπως αυτή του Πολάνσκι και του Michael Jackson και τα μηνύματα που στέλνει στα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης εκτός (και πολύ περισσότερο εντός) του χώρου είναι ζωτικής σημασίας.
Όμως, εξίσου τραγικός είναι και ο στιγματισμός ενός αθώου για ένα τόσο αποκρουστικό έγκλημα. Οι πρόσφατες εξελίξεις θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό της εξαιρετική ταινία The Hunt, που συγκλόνισε ακριβώς με τον χειρισμό αυτού του θέματος: ένα κοριτσάκι κατηγορεί -χωρίς να αντιλαμβάνεται την πλήρη διάσταση της πράξης του- τον δάσκαλό του για σεξουαλική κακοποίηση. Η ταινία δεν κινείται σε καμία γκρίζα ζώνη, δεν αφήνει σαν το the Doubt, τον θεατή να κάνει εικασίες και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Είναι σαφής και κατηγορηματική και δείχνει πώς από ένα πείσμα παιδικό, καταστρέφεται η φήμη και η ζωή ενός αθώου ανθρώπου, ακόμα και όταν το στίγμα της κατηγορίας έχει επισήμως αρθεί.
Στην περίπτωση του Γούντι Άλλεν, είναι δύσκολο να αποφανθεί κάποιος απλός παρατηρητής για το ποια από τις δύο πλευρές έχει το δίκιο και την αλήθεια με το μέρος της. Το αδηφάγο πλήθος για ακόμα μία φορά, εκτόνωσε την ανθρωποφάγα του διάσταση στα social media, καταδικάζοντας τον Γούντι Άλλεν απλώς και μόνο γιατί φαίνεται από τις ταινίες του η εμμονή του με τα ζητήματα της σεξουαλικότητας ή επειδή τους εκνευρίζει η “φάτσα” του.
Εάν όντως έλαβε χώρα η κακοποίηση, η ανοχή του Hollywood και η προστασία -και έλλειψη τιμωρίας- του Άλλεν, είναι κι αυτές ακόμα μία κακοποίηση για την ενήλικη πλέον Ντίλαν. Και από τον τρόπο που είναι γραμμένη η επιστολή, είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς πως εκείνη πιστεύει ότι όντως κακοποιήθηκε, κάτι εξίσου τραγικό, ακόμα κι αν δεν συνέβη. Το γεγονός όμως πως δεν ασκήθηκαν ποτέ επισήμως κατηγορίες στον Άλλεν και οι ειδικοί είχαν αποφανθεί όταν την εξέτασαν μετά την καταγγελία, ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις κακοποίησης, δεν μπορεί να παραληφθεί. Ούτε το ότι η Μία Φάροου δημοσιοποίησε την κατηγορία πρώτη φορά αμέσως μετά την εγκατάλειψή της από τον σκηνοθέτη και την επισημοποίηση της σχέσης του με την Σουν Γι.
Η πλευρά του Γούντι Άλλεν υποστηρίζει ότι η μικρή Ντίλαν, είχε υποστεί πλύση εγκεφάλου από την μητέρα της, Μία Φάροου, που δεν πήρε πολύ ψύχραιμα τον χωρισμό της από τον Άλλεν, και ιδίως το ότι την άφησε για την μεγάλη της υιοθετημένη κόρη, και καλλιέργησε αυτό το φανταστικό σενάριο στην ψυχή και το μυαλό της τότε επτάχρονης Ντίλαν. Κάτι τέτοιο μπορεί να υποστηριχθεί από την μαγνητοσκοπημένη από την Μία Φάροου μαρτυρία της μικρής, που φαίνεται να έχει διακοπές και να είναι μονταρισμένη, καθώς επίσης και από σχετικές μαρτυρίες των νταντάδων των μικρών, η μία εκ των οποίων έλεγε πως δεν είχε αφήσει εκείνη την ημέρα την μικρή Ντίλαν μόνη της για πάνω από 5 λεπτά.
Το όλο ζήτημα αναθερμάνθηκε, παρά τα 20 και παραπάνω χρόνια που μεσολάβησαν, όταν κατά την απονομή του τιμητικού βραβείου Cecil DeMille στον Γούντι Άλλεν στην φετινή τελετή των Χρυσών Σφαιρών, η Μία Φάροου σε tweet της κατήγγειλε για ακόμη μία φορά δημόσια τον Γούντι Άλλεν ως παιδεραστή και ως υποκριτικό το Hollywood που τον επιβραβεύει συνεχώς (η ίδια βέβαια εξακολούθησε να έχει φιλικές σχέσεις με τον Πολάνσκι, σκηνοθέτη της στο θρυλικό Το μωρό της Ρόζμαρι, παρά την καταγγελία που εκείνος δέχτηκε από 13χρονη για βιασμό). Δημοσιογράφος μάλιστα που ήταν υπεύθυνος για την προβολή του αφιερώματος στον Γούντι Άλλεν στις Χρυσές Σφαίρες, υποστηρίζει ότι ζήτησε την άδεια της Μία Φάροου προκειμένου να συμπεριλάβει πλάνα της ίδιας από ταινία στην οποία συμμετείχε και ότι η εκείνη του την παραχώρησε.
Μετά την ανοιχτή επιστολή της Ντίλαν στους New York Times, εκπρόσωπος του σκηνοθέτη δηλώνει ότι ο Γούντι Άλλεν βρίσκει “αναληθείς και επαίσχυντες τις κατηγορίες”, ενώ σε δηλώσεις που αρνούνται να πάρουν θέση, προέβησαν η Κέιτ Μπλάνσετ, ο Άλεκ Μπάλντουιν και η εταιρεία διανομής των ταινιών του Άλλεν.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια, η Ντίλαν έχασε το δικαίωμα στην παιδική αθωότητα στην ηλικία των 7 χρονών. Και ακόμα και σήμερα θεωρεί πως υφίσταται μια κατάφωρη αδικία. Εάν διαβάσει κανείς την επιστολή της, δίχως άλλη γνώση των γεγονότων, θα ευχηθεί να πέσει κεραυνός πάνω στον Γούντι Άλλεν. Την ίδια όμως στιγμή, ένας από τους σημαντικότερους και πιο αγαπητούς σκηνοθέτες του Hollywood, στιγματίζεται ως παιδόφιλος και εγκληματίας, χωρίς αποδείξεις, μέσα σε πλήθος αντιφάσεων και με τις αρμόδιες αρχές να έχουν αποφανθεί στο παρελθόν ότι οι κατηγορίες δεν ευσταθούσαν.
Δεν ξέρω ποιου είδους δικαιοσύνη είναι δυνατό να βρεθεί και φαντάζομαι πως η υπόθεση μάλλον δεν θα μπορεί να ανοίξει ξανά μετά από τόσα χρόνια. Και δεν ξέρω τι να ευχηθώ για μια υπόθεση που τα όρια του θύτη και του θύματος είναι θολά, καθώς σε κάθε περίπτωση υπάρχουν πάνω από ένας θύτες και σίγουρα πάνω από ένα θύματα, όποια κι από τις δύο πλευρές να λέει αλήθεια. Το μόνο σίγουρο είναι πως η σεξουαλική κακοποίηση δεν πρέπει να παίρνεται αψήφιστα και τα θύματα πρέπει πάντα να ενθαρρύνονται να μιλήσουν. Αλλά και η κοινή γνώμη οφείλει απ’ την μεριά της να είναι πολύ φειδωλή σε εύκολα κατηγορητήρια, ετυμηγορίες χωρίς αποδείξεις και κατασπαραγμό ανθρώπων, ιδίως όταν διακυβεύεται πέρα από την φήμη τους, ολόκληρη η προσωπική τους ισορροπία.
Μακάρι ο ένοχος να “φαγωθεί” απ’ την συνείδησή του (και όχι μόνο) και ο αδικημένος να μπορέσει να βρει την γαλήνη που του στερήσανε.
(Εάν επιθυμείτε να διαβάσετε την επιστολή της Ντίλαν, καθώς και ένα άρθρο-αντίλογο σε αυτήν, πατήστε εδώ)