Η «Σονάτα του Κρόιτσερ» είναι η νουβέλα του Λέοντος Τολστόι που γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1880, την ύστερη περίοδο της λογοτεχνικής ζωής του συγγραφέα αποτελώντας μια ψυχολογική μελέτη πάνω στον έρωτα, το γάμο και τη ζήλια, ενώ αποτυπώνει με τον πιο καταφανή τρόπο μια περίοδο προσωπικής πνευματικής και ηθικής κρίσης. Η Σονάτα του Κρόιτσερ τονίζει την αμφιλεγόμενη άποψη του Τολστόι για τη σεξουαλικότητα, υποστηρίζοντας ότι η σαρκική επιθυμία αποτελεί στην πραγματικότητα τροχοπέδη στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών ενώ μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μικρές ή μεγαλύτερες τραγωδίες. Η νουβέλα, έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα αρτιότερα παραδείγματα στην τέχνη της αφήγησης.
Ο Π. βρίσκεται στο τρένο. Έχει μόλις αθωωθεί για τη δολοφονία της γυναίκας του. Διηγείται την ιστορία του και προσπαθεί να πείσει το ακροατήριό του ότι ακόμα και η μουσική, αυτό το ισχυρότατο -όπως τη χαρακτηρίζει- αφροδισιακό, μπορεί να γίνει η αφορμή για μια καταστροφή. Εξοργισμένος, σκότωσε τη γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του, νομίζοντας πως έχει εραστή τον άνθρωπο με τον οποίο μοιραζόταν τη χαρά του να παίζουν μαζί μουσική.
Αυτή η τελευταία ιδέα εξηγεί και τον τίτλο της ιστορίας, η μουσική σύνθεση του Μπετόβεν προϋπήρξε του έργου. Πολύ συχνά μάλιστα, κριτικοί, συνδέουν τη δομή της ιστορίας με τη δομή της σονάτας του Μπετόβεν παραθέτοντας ορχηστρικά μοτίβα που εκδηλώνουν ακραίες συναισθηματικές εναλλαγές.
Πώς άκουγε ο Π. εκείνη τη μουσική; Πώς καλλιεργήθηκε μέσα στην ψυχή του το πάθος που κατεύθυνε τα πράγματα ώστε να συμβεί αυτό που φοβόταν περισσότερο;