Τα καλύτερα συμβαίνουν κατά λάθος, και παραλίγο να μην βλέπαμε ποτέ το Deadpool.
Μιας και R-rating θα απέκλειε μεγάλο μέρος του σύνηθες target group των υπερηρωικών ταινιών, το υπεύθυνο στούντιο απέκλεισε τον Deadpool, μέχρι ένα σύντομο υλικό διέρρευσε για το φιλμ και έφερε τα πάνω κάτω, με τους fans να απαιτούν να δουν ολόκληρη τη ταινία, έτσι το στούντιο πείστηκε και ο Deadpool έφτασε στο σινεμά.
Ένας αθυρόστομος υπερήρωας με χόμπι το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου. Απ’ τους τίτλους αρχής φαίνεται η διάθεση του να μη πάρει τίποτα στα σοβαρά, ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Και αυτό δεν θα σταματήσει ούτε για λίγο κατά τη διάρκεια του φιλμ. Ο Ryan Reynolds καταφέρνει στη δεύτερη του ευκαιρία στον ρόλο να ταυτιστεί με τον ήρωα.
Αν και διασκέδασα παρακολουθώντας το φιλμ δεν το βρήκα τόσο απολαυστικό όσο θα ήθελα και περίμενα να είναι. Μπορεί η υπόθεση να μην ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά το πόσο προφανές ήταν ότι επρόκειτο απλά για δικαιολογία ώστε να πετάει εξυπνάδες ο πρωταγωνιστής σε αρκετά σημεία κούραζε, σαν να μην ήταν ταινία αλλά κοντά 2 ώρες stand-up comedy. Ακόμα και σε δραματικές στιγμές της υποτυπώδους υπόθεσης ο πρωταγωνιστής θα πρέπει να πει ένα αστείο επειδή έτσι είναι ο χαρακτήρας του, ακόμα και αν είναι εντελώς εκτός κλίματος.
Αυτός ο αγώνας δρόμου για να προλάβουν να χωρέσουν άπειρα αστεία, κάνει πολλά καλά απ’ αυτά να χάσουν την αξία τους στριμωγμένα ασφηκτικά δίπλα σε άλλα μέτρια, χάνοντας το στοιχείο της έκπληξης. Ότι πάντως καταφέρνει παρά τον κορεσμό να μας κάνει να βάλουμε σε αρκετά σημεία τα γέλια και να συγκρατήσουμε και μερικά από αυτά, είναι κάτι που πρέπει να του το αναγνωρίσουμε.
Και εν τέλει συμπάθησα την ιδιόμορφη περσόνα του παρά τα στραβά του, και μακάρι στο sequel να είναι λιγότερο επίπεδη η εξέλιξη της υπόθεσης.