Σαν σήμερα, 26 Ιανουαρίου, έφυγε από τη ζωή ο Πατέρας του ελληνικού κινηματογράφου, με 175 ταινίες στο ενεργητικό του!
Ο Φιλοποίμην Φίνος, έδωσε το όνομα του στη μεγαλύτερη εταιρία παραγωγής ταινιών στην Ελλάδα (Finos Film) και έγινε ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα στο χώρο της έβδομης τέχνης που έζησαν τον 20ο αιώνα στην Ελλάδα. Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης πολιτιστικής κληρονομιάς και παρ΄ότι οι ταινίες της Finos Film αποτελούσαν και αντιπροσώπευαν τη «μαζική κουλτούρα» της Ελλάδας, ο στόχος του ίδιου, όπως είχε δηλώσει, ήταν να δημιουργήσει καλό, εμπορικό κινηματογράφο, Κι αυτό έκανε.
Γεννημένος το 1908 στην Τιθορέα Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδας, εγκαθίσταται από μικρός μαζί με την οικογένεια του στην Αθήνα. Η πρωτεύουσα τότε είχε πολλές κινηματογραφικές αίθουσες, η πιο γνωστή το Αλκαζάρ, το μεγαλύτερο και πιο διάσημο θερινό σινεμά στην πόλη, που αργότερα αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την πορεία του Φίνου.
Από παιδί αισθανόταν δέος μπροστά στα μηχανήματα του Αλκαζάρ, τη μαγεία και την έκφραση που ανέδιδαν στην κινηματογραφική εικόνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργαζόταν εκεί ως μηχανικός προβολής. Στην καμπίνα προβολής του Αλκαζάρ σφυρηλατήθηκε η παθιασμένη σχέση του με τον κινηματογράφο και την τεχνική του. Αν και οι σπουδές του αποτελούσαν μεγάλο εφόδιο για λαμπρή καριέρα, ωστόσο δεν στάθηκαν ικανές να του “αναχαιτίσουν” αυτό το πάθος και τη λαχτάρα του να κατακτήσει και να εξελίξει την εμβρυακή τότε έβδομη τέχνη στην Ελλάδα.
Είχε διακαή επιθυμία να κάνει κτήμα του οτιδήποτε σχετιζόταν με το τεχνικό μέρος του κινηματογράφου, τον οδήγησε στην επίμονη μελέτη φυσικής, οπτικής και μηχανικής, ώστε να διευρύνει τις γνώσεις του και να τις εφαρμόζει διαλύοντας και ανασυνθέτοντας κάθε μηχάνημα που έπεφτε στα χέρια του. Κάπως έτσι του βγήκε και το παρατσούκλι «Ο Κατσαβιδάκιας», αφού πάντοτε κουβαλούσε το αγαπημένο του κατσαβίδι για να επιδιορθώσει κάποια μηχανή.
Το 1930, πριν ακόμα ολοκληρώσει τις σπουδές του, κατάφερε να δημιουργήσει και να εγκαταστήσει μηχάνημα ήχου στο Αλκαζάρ. Η επόμενη πρόκληση του Φίνου ήταν να κατασκευάσει ηχοληπτικό μηχάνημα, που θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν πρωτογενώς ομιλούσες ταινίες χωρίς ντουμπλαρισμένο ήχο.
Αυτή η τεχνική φάνταζε αδύνατη ως και ουτοπική εκείνη την εποχή, αφού τα μέσα που διέθετε η χώρα μας ήταν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Με όπλο την πίστη του και κινητήριες δυνάμεις το πάθος και τις γνώσεις του, ο Φίνος κατόρθωσε με την πολύτιμη αρωγή του φίλου του ηλεκτρονικού Ιωάννη Σαλίβερου να κατασκευάσει το 1935 σύγχρονο ηχοληπτικό μηχάνημα. Οι δυο τους, μαζί με τον Νόβακ και τον Παρασκευά, ξεκίνησαν το γύρισμα της ταινίας «Νερωμένο Κρασί», η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ο Φίνος δεν το έβαλε κάτω. Πείσμωσε και έβαλε πλώρη για την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία! Το 1938, ίδρυσε τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» στο Καλαμάκι, παρέα με τους Σκούρα, Προβελέγγιο, Χλοΐδη, και τους αδελφούς Δριμαρόπουλους και όλοι μαζί, ακούραστοι εργάτες, πέτυχαν τον πολυπόθητο στόχο τους. Τον Απρίλιο του 1940 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία «Το Τραγούδι Του Χωρισμού». Το σενάριο ήταν του Δημήτρη Μπόγρη, ενώ ο Φίνος, εκτός από υπεύθυνος για τα τεχνικά ζητήματα, ήταν και σκηνοθέτης της ταινίας, για πρώτη και τελευταία φορά. Αν και σήμερα η συγκεκριμένη ταινία έχει ιστορική αξία, τα αποτελέσματα τότε δεν ήταν τα προσδοκώμενα. Ωστόσο, αυτή η αποτυχία δεν ήταν ικανή να ανακόψει την πορεία του μεγάλου δημιουργού. Tο πάθος του για δημιουργία και το όραμά του για σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο θα χαλυβδωθούν ακόμη περισσότερο, έστω κι αν οι συνθήκες ήταν αντίξοες και τα εμπόδια φάνταζαν ανυπέρβλητα.
Το 1939 ο Φιλοποίμην Φίνος γυρίζει την μοναδική του ταινία “Το Τραγούδι του Χωρισμού”, που αποτελεί και την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία που ηχογραφήθηκε εξ ολοκλήρου σε ελληνικά στούντιο. Επίσης έφερε πρώτος τα μαγνητόφωνα Nagra στην Ελλάδα και γύρισε την πρώτη έγχρωμη ταινία με στερεοφωνικό ήχο, τα «Κορίτσια για Φίλημα» (1964).
Το φθινόπωρο του 1940 νοικιάζει ένα παλιό τριώροφο κτήριο στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Στουρνάρη. Στον τρίτο όροφο στήνει, με την αγαπημένη του Τζέλλα, το σπιτικό τους. Το υπόλοιπο κτήριο μετατρέπεται σε κινηματογραφικό στούντιο για να στεγάσει την κινηματογραφική επιχείρηση που σκόπευε να ιδρύσει. Πριν, όμως, προλάβει να θέσει σε λειτουργία τα νέα του σχέδια, αρχίζει να ξεδιπλώνεται μία στρατιωτική και συνάμα φονική μηχανή: αυτή του Άξονα του τρίτου Ράιχ.
Στις αρχές του 1944, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον Φίνο και τον πατέρα του, ο οποίος τροφοδοτούσε αντιστασιακά τμήματα με σιτάρι και κριθάρι από τα κτήματά του στην Κωπαϊδα. Το στρατοδικείο καταδίκασε και τους δύο σε θάνατο. Χάρη όμως στην επιμονή του πατέρα του να πείσει τους Γερμανούς πως ο γιος του δεν είχε καμία ανάμειξη, ο Φιλοποίμην αποφυλακίζεται από τις φυλακές Αβέρωφ, με τον όρο «εθελούσιας δωρεάς των περιουσιακών του στοιχείων στις δυνάμεις της κατοχής». Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1944, ο πατέρας του Φίνου εκτελείται από τους Γερμανούς…
Από εκείνη την ημέρα και μετά, η ζωή του Φίνου είναι απόλυτα συνυφασμένη με την εταιρεία του. Κατά τη διάρκεια αυτών των 33 χρόνων, ο Φίνος αφοσιώνεται πλήρως στη δουλειά του. Δεν είχε κοινωνική ζωή και δεν τον ενδιέφεραν οι κοσμικές εμφανίσεις και οι δημόσιες σχέσεις. Οι διασκεδάσεις και τα γλέντια ήταν μετρημένα. Δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια από το κράτος, παρά το γεγονός ότι τον συνέδεε μακρά φιλία με τον επί χρόνια πρωθυπουργό εκείνης της περιόδου, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Όσα χρήματα κέρδιζε από τις ταινίες του, τα επένδυε στις επόμενες. Για αυτό, άλλωστε, δεν είχε κάνει περιουσία παρά μόνο ένα διαμέρισμα στο όνομα της πολυαγαπημένης του συντρόφου, Τζέλλας Βανάκου. Με την Τζέλλα παντρεύτηκε το 1947 στο σπίτι της μητέρας του – επιτρεπόταν τότε – μουτζουρωμένος και αλαφιασμένος από τη δουλειά, Κουμπάρος τους ήταν ο φίλος του Φίνου και αγαπημένος του συνεργάτης, Αλέκος Σακελάριος.
Όσο και αν ο Φίνος αφιέρωσε τη ζωή του αποκλειστικά στην 7η τέχνη, κάποιοι του καταλόγισαν πως δεν έκανε πολλές ταινίες “τέχνης”. Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, στόχος του ήταν να δημιουργήσει καλό, εμπορικό κινηματογράφο – κάτι που πέτυχε απόλυτα. Επιπλέον, είχε την ατυχία να χάσει πολλά χρήματα όσες φορές επένδυσε σε πιο “καλλιτεχνικές” παραγωγές τις οποίες είχε πιστέψει. Ωστόσο, πάντα βοηθούσε και στήριζε δημιουργούς, οι οποίοι είχαν βαθύτερες καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Όπως έχει πει ο Νίκος Κούνδουρος: “Ο Φίνος συντηρούσε για μας, τις μηχανές και την υποδομή ολόκληρη. Και όταν λέω «μας» εννοώ έναν περιορισμένο κόσμο που κάναμε ένα άλλο είδος κινηματογράφου”.
Συνεργάστηκε με πολλούς ηθοποιούς και ανέδειξε, βοήθησε άλλους τόσους. Βλ, Τζένη Καρέζη, Γεωργία Βασιλειάδου, Ορέστης Μακρής, Ντίνος Ηλιόπουλος, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Τζένη Καρέζη, Βασίλης Αυλωνίτης, Αλέκος Αλεξανδράκης, Μίμης Φωτόπουλος, Ζωή Λάσκαρη και πολλούς άλλους.
Η τελευταία του ταινία ήταν το 1977, με το «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται», με την εταιρεία να είναι πλέον χρεωκοπημένη.
Ίσως εάν επέστρεφε τώρα στη ζωή και μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε για ποιο πράγμα μετανιώνει περισσότερο όσον αφορά στην καριέρα του και τη Finos Film, μάλλον θα απαντούσε ότι ήταν το γεγονός ότι αρνήθηκε να αναλάβει τη συμπαραγωγή της επιτυχημένης ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» (1960), χάνοντας έτσι την ευκαιρία να αναδείχθει η εταιρία του στο εξωτερικό και να μπει το όνομα του δίπλα σε μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ.
Όπως και να χει, και όπως ο κι ο Φίνος συνήθιζε να λέει: «Στο τέλος μιλάει το πανί».