Ιστορία
Η ταύτιση του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Βαλεντίνου με την Ημέρα των Ερωτευμένων ξεκίνησε από την Αγγλία του ύστερου Μεσαίωνα, έχοντας παγανιστικές και χριστιανικές αναφορές.
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τις 13 έως τις 15 Φεβρουαρίου, γιόρταζαν τα Λουπερκάλια προς τιμή του θεού Φαύνου (του Πάνα των Ελλήνων). Οι Ρωμαίοι θυσίαζαν κατσίκια και σκυλιά, ενώ νεαρά αγόρια χτυπούσαν με λωρίδες από δέρμα κατσίκας τις νεαρές κοπέλες για να τους μεταδώσουν τη γονιμότητα. Μία ανάλογη γιορτή υπήρχε και στην Αρχαία Αθήνα τον μήνα Γαμηλιώνα (αντιστοιχούσε στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και το πρώτο του Φεβρουαρίου), τα Θεογάμια, προς τιμή του Δία και της Ήρας.
Η γιορτή καταργήθηκε από την εκκλησία τον 5ο αιώνα μ.Χ., ως ειδωλολατρική. Στη θέση της (14 Φεβρουαρίου) μπήκε ο εορτασμός της μνήμης του Αγίου Βαλεντίνου, μάρτυρα της χριστιανικής πίστης από τη Ρώμη, με απόφαση του Πάπα Γελάσιου. Ο Βαλεντίνος, σύμφωνα με τον θρύλο, υπήρξε ιερωμένος του 3ου αιώνα, ο οποίος σε πείσμα των αυτοκρατορικών διαταγών δεχόταν να παντρέψει νεαρούς στην ηλικία ερωτευμένους, γλιτώνοντας με αυτό τον τρόπο τους άρρενες από τη στρατιωτική θητεία. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για πραγματικό προστάτη των ερωτευμένων και των αντιρρησιών συνείδησης, θα λέγαμε σήμερα! Ένας άλλος θρύλος λέει ότι όσο καιρό ο Βαλεντίνος ήταν μέσα στη φυλακή, αρνούμενος να αποκηρύξει την πίστη του, ερωτεύτηκε την τυφλή κόρη του δεσμοφύλακα του, στην οποία μάλιστα έστειλε κι ένα γράμμα με την υπογραφή: Με αγάπη από τον Βαλεντίνο σου.
Εξέλιξη
Το νόημα που έχει σήμερα η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου την απέκτησε στα χρόνια του ύστερου Μεσαίωνα, γύρω στον 14ο αιώνα. Την πρώτη γραπτή αναφορά την έχουμε το 1382 στο ποίημα Το Κοινοβούλιο των Πτηνών (Parlement of Foules) του πατέρα της αγγλικής λογοτεχνίας Τζέφρι Τσόσερ. Το ποίημα των 699 στίχων είναι ένα ενύπνιο εμπνευσμένο από την παράδοση, κατά την οποία κάθε χρόνο την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου τα πουλιά συγκεντρώνονται μπροστά στη θεά της φύσης για να διαλέξουν ερωτικούς συντρόφους («…for this was Saint Valentine’s Day, when every bird cometh there to choose his mate…»).
Στις αρχές του 17ου αιώνα η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου ως γιορτή των ερωτευμένων θα πρέπει να ήταν αρκετά γνωστή στην Αγγλία, αν λάβουμε υπόψη μας τη σχετική αναφορά στον Άμλετ του Σαίξπηρ (Τραγούδι της Οφέλιας από την 4η πράξη, Μετάφραση Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, 1916):
Το 1840 ήταν κοινός τόπος η ανταλλαγή, μεταξύ των ερωτευμένων, μικρών χειρόγραφων σημειωμάτων με ευχές (valentines). Το ίδιο χρονικό διάστημα η γιορτή διαδόθηκε και στην Αμερική, όπου η ανταλλαγή ευχετήριων καρτών βοηθήθηκε από τη βιομηχανοποίηση και τα φθηνά ταχυδρομικά τέλη. Με την πάροδο του χρόνου το επιχειρηματικό δαιμόνιο και η πολιτιστική επιβολή των αγγλοσαξόνων έδωσαν στη γιορτή τον οικουμενικό χαρακτήρα που γνωρίζουμε σήμερα.
Παράλληλα, η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου συνεχίζει να προκαλεί αντιδράσεις στον μη χριστιανικό κόσμο. Στην Ινδία οι φανατικοί ινδουιστές και μουσουλμάνοι αντιτίθεται στη γιορτή. Τη θεωρούν πολιτιστικό μίασμα και προϊόν της παγκοσμιοποίησης. Στο Πακιστάν, το τοπικό ισλαμικό κόμμα ζητά την κατάργησή της, καθώς, όπως υποστηρίζει, αντιβαίνει τον Ισλαμικό Πολιτισμό. Την ίδια άποψη έχουν και οι συντηρητικοί κύκλοι του θεοκρατικού Ιράν.
Η ελληνική εκδοχή της Γιορτής των Ερωτευμένων
Ο Άγιος Βαλεντίνος δεν μνημονεύεται πουθενά στο ορθόδοξο εορτολόγιο και, όπως ήταν φυσικό, η ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν τον παραδέχτηκε. «Ο άγιος αυτός είναι για μας ανύπαρκτος. Είναι μια μυθοπλασία δυτικής προέλευσης», δηλώνουν άνθρωποι της Εκκλησίας. Με τη σειρά της και η Καθολική Εκκλησία στην αναθεώρηση του γενικού εορτολογίου της το 1969 υποβίβασε την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου σε τοπική εορτή, επειδή δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για τον βίο του, παρά μόνο ότι ετάφη στη Βία Φλαμίνια της Ρώμης στις 14 Φεβρουαρίου.
Κι ενώ η σημερινή ημέρα, 14 Φεβρουαρίου, συνδέεται άρρηκτα στο μυαλό μας με την ημέρα των ερωτευμένων και την καθιέρωση της ως «Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου», υπάρχει κι άλλο ένα γεγονός που συνέβη τότε το 1929 κι έμεινε στην ιστορία.
Το μακελειό και ο Αλ Καπόνε- Η Σφαγή της Εορτής του Αγίου Βαλεντίνου
Το 1929, ανήμερα της εορτής του Αγίου Βαλεντίνου, ο Αλ Καπόνε αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον μεγάλο αντίπαλό του Μπαγκς Μοράν. Το μακελειό σε μια αποθήκη του Σικάγου έμεινε στην ιστορία ως η Σφαγή της Εορτής του Αγίου Βαλεντίνου και σηματοδότησε την αρχή του τέλους και για τους δύο γκάνγκστερ.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης, του swing, της jazz και της ευμάρειας, ο Ιταλός Αλ Καπόνε με τη συμμορία του κυριαρχούσε στο νότιο τμήμα του Σικάγου και ο Μπαγκς Μοράν με τους ιρλανδογερμανούς του στο βόρειο. Το μεγάλο έπαθλο για τους δύο γκάνγκστερ ήταν τα εκατομμύρια δολάρια από την παράνομη διακίνηση του αλκοόλ.
Ο Αλ Καπόνε, που βρισκόταν στην ακμή της εγκληματικής του δραστηριότητας, εκτός από την κυριαρχία και το χρήμα, διψούσε και για εκδίκηση, επειδή ο Μοράν είχε σκοτώσει μερικούς δικούς του ανθρώπους. Το σχέδιο για την εξόντωση του Μοράν επεξεργάστηκε το πρωτοπαλίκαρό του Βιτσέντζο Τζιμπάλντι, γνωστός με το ψευδώνυμο Τζακ Μακ Γκαρν και με το παρατσούκλι «Το πολυβόλο». Θα του έκλεινε ένα ραντεβού σε μέρος της επιλογής του, με δέλεαρ ένα φορτίο ακριβού ουίσκι. Οι άνθρωποι του Καπόνε μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς θα αναλάμβαναν τα υπόλοιπα.
Ο Μοράν τσίμπησε το δόλωμα και η συνάντηση κλείστηκε για τις 10:30 το πρωί της 14ης Φεβρουαρίου σε μια αποθήκη του Βόρειου Σικάγου. Πέντε άνδρες του Καπόνε έφθασαν στην ώρα τους με δύο αυτοκίνητα, που έμοιαζαν με περιπολικά. Οι τρεις ήταν ντυμένοι αστυνομικοί και οι άλλοι δύο με πολιτικά. Στη γύρω περιοχή είχαν ακροβολιστεί δεκάδες συνεργάτες του Καπόνε (τσιλιαδόροι κλπ).
Οι τρεις «αστυνομικοί» αποφάσισαν να δράσουν, όταν είδαν έναν άνδρα που έμοιαζε με τον Μοράν να μπαίνει στην αποθήκη. Με καταδρομική επιχείρηση αιφνιδίασαν τα επτά άτομα που βρίσκονταν μέσα και τους διέταξαν να σταθούν με την πλάτη στον τοίχο. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, τους γάζωσαν με τα αυτόματα «Τόμσον» που έφεραν. Οι περίοικοι άκουσαν τους παρατεταμένους πυροβολισμούς και ειδοποίησαν την αστυνομία.
Οι εκπρόσωποι του νόμου βρήκαν στον τόπο του μακελειού έξι πτώματα πισώπλατα χτυπημένα και έναν βαριά τραυματία. Όταν τον ρώτησαν ποιος τον πυροβόλησε, αυτός ψέλλισε «κανείς» και άφησε την τελευταία του πνοή. Από τους επτά νεκρούς, πέντε ήταν μέλη της συμμορίας του Μοράν, ένας συνεργαζόμενος μικροκακοποιός κι ένας άσχετος με την ιστορία, ένας μηχανικός που είχε κληθεί για να επισκευάσει ένα αυτοκίνητο της συμμορίας και βρέθηκε κατά λάθος στο μοιραίο ραντεβού. Πουθενά, όμως, ο Μοράν. Ο μεγάλος αντίπαλος του Καπόνε σώθηκε από καθαρή τύχη, επειδή πήγε καθυστερημένα στο ραντεβού και όταν είδε τους τρεις «αστυνομικούς» φρόντισε να εξαφανιστεί.
Το μακελειό προκάλεσε λαϊκή κατακραυγή στο Σικάγο, και σημαίνοντα πρόσωπα της «Πόλης των Ανέμων» ζήτησαν να μπει ένα τέλος στη δράση των συμμοριών. Η τοπική αστυνομία, παρότι γρήγορα διαπίστωσε ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές του αιματηρού επεισοδίου, δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε συλλήψεις. Ο Αλ Καπόνε και το πρωτοπαλίκαρό του Τζακ ΜακΓκαρν είχαν γερά άλλοθι: ο πρώτος βρισκόταν στη Φλόριντα για διακοπές και ο δεύτερος στην αγκαλιά της φιλενάδας του.
Το θέμα ξέφυγε από τα στενά όρια του Σικάγου και έγινε παναμερικανική υπόθεση. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέλαβε δράση με το FBI και το IRS (Εφορία). Με μεθοδικό τρόπο, οι δύο υπηρεσίες ξεσκέπασαν τη δράση του Αλ Καπόνε, που συνελήφθη δύο χρόνια αργότερα για φοροδιαφυγή. Η βασιλεία του στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος είχε τελειώσει.
Κατακόρυφη ήταν και η πτώση του Μπαγκς Μοράν. Από πάμπλουτος γκάνγκστερ βρέθηκε να ληστεύει τράπεζες για τα προς το ζην. Ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Αλ Καπόνε, ο Φρανκ Νίτι διαφέντευε το Σικάγο τη δεκαετία του ’30. Με την άνοδο του Ρούζβελτ στην εξουσία το 1933, η ποτοαπαγόρευση καταργήθηκε. Ο τόπος του εγκλήματος (2122 Ν. Clark Street) μετατράπηκε σε τουριστική ατραξιόν μέχρι το 1967, που η αποθήκη κατεδαφίστηκε. Ο αιματοβαμμένος τοίχος της εκτέλεσης αποσυναρμολογήθηκε τούβλο – τούβλο και πουλήθηκε σε δημοπρασία στον Καναδό επιχειρηματία Τζορτζ Πάτεϊ, ο οποίος τον ξανάχτισε μέσα στο μπαρ που διατηρούσε στο Βανκούβερ.
Στη μεγάλη οθόνη, το μακελειό αποτέλεσε τμήμα της δράσης στις ταινίες «Μερικοί το προτιμούν καυτό» του Μπίλι Γουάιλντερ (1959) και «Σημαδεμένος» (1932) και το κύριο θέμα της ταινίας του Ρότζερ Κόρμαν, «Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου» (1967).
Η «Σφαγή της Εορτής του Αγίου Βαλεντίνου» ενέπνευσε επίσης μουσικούς, όπως τον Τζέιμς Τέιλορ (Valentine’s Day), αλλά και τον 50 Cent (The Massacre, άλμπουμ του 2005).