Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της γενιάς των beatniks.
Ο Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου του 1926 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ και μεγάλωσε στο Πάτερσον. Ο πατέρας του, Λουίς Γκίνσμπεργκ, ήταν δάσκαλος και ποιητής, φέρνοντας από νωρίς τους δύο γιους του σε επαφή με την ποίηση. Η μητέρα του, Ναόμι Λεβί Γκίνσμπεργκ ήταν επίσης δασκάλα και παράλληλα μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, γεγονός που συνδυάστηκε με συμμετοχή του ίδιου του Γκίνσμπεργκ σε αρκετές πολιτικές συγκεντρώσεις, από νεαρή ηλικία.
Το 1932, η Ναόμι Γκίνσμπεργκ εμφάνισε για πρώτη φορά στοιχεία νευρικού κλονισμού και τα επόμενα χρόνια η ψυχική της υγεία παρέμεινε ασταθής συνοδευόμενη από μακροχρόνιες παραμονές της σε ψυχιατρικές κλινικές, με κρίσεις επιληψίας και συμπτώματα παράνοιας. Η προβληματική σχέση του Γκίνσμπεργκ με τη μητέρα του, αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στο ποίημα του Καντίς.
Το 1943 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και άρχισε νομικές σπουδές με υποτροφία στο κολέγιο του πανεπιστημίου Columbia. Εκεί γνώρισε τον Lucien Carr και μέσω αυτού αρκετούς από τους μελλοντικούς συγγραφείς της beat γενιάς, όπως τον Τζακ Κέρουακ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Η περίοδος αυτή υπήρξε ταραχώδης για τον Γκίνσμπεργκ, περιλαμβάνοντας μια προσωρινή αποβολή του από το πανεπιστήμιο καθώς και πειραματισμούς του με ψυχοτρόπες ουσίες που συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια. Παράλληλα, φαίνεται πως αποφάσισε οριστικά να αφοσοιωθεί στην ποίηση.
Τον Ιούνιο του 1949 συννελήφθη για συμμετοχή σε κλοπές τις οποίες είχαν διαπράξει φίλοι του. Ως ενναλακτική επιλογή απέναντι στην φυλάκισή του, οι πρώην καθηγητές του Mark Van Doren και Lionel Trilling, φρόντισαν να εκτίσει την ποινή του στο ψυχιατρικό ινστιτούτο του πανεπιστημίου, όπου παρέμεινε για συνολικά οκτώ μήνες και στο διάστημα αυτό συνδέθηκε φιλικά με το συγγραφέα Καρλ Σόλομον, ο οποίος ακολουθούσε θεραπεία για την κατάθλιψη.
Τον Οκτώβριο του 1955, ο Γκίνσμπεργκ απήγγειλε δημόσια ένα μέρος του ποιήματός του Ουρλιαχτό στην Six Gallery του Σαν Φρανσίσκο ενώ στην εκδήλωση συμμετείχαν ακόμα οι ποιητές Γκάρι Σνάιντερ και Μάικλ Μακλούρ.
Ο εκδότης Λώρενς Φερλινγκέττι, ο οποίος παρευρέθηκε στην εκδήλωση, προσφέρθηκε άμεσα να δημοσιεύσει το έργο του, στον εκδοτικό του οίκο City Lights. Το Ουρλιαχτό δημοσιεύτηκε τελικά το 1956 με μία εισαγωγή του William Carlos Williams. Πολύ σύντομα απαγορεύτηκε ως άσεμνο, αλλά έπειτα από μια σειρά δικών επετράπη τελικά να συνεχιστεί η κυκλοφορία του. Τα επόμενα χρόνια, μαζί με τον ποιητή Πίτερ Ουρλόφσκι, πραγματοποίησε ταξίδια στο Παρίσι, στην Ταγγέρη, στο Μεξικό, στην Ελλάδα, στην Αφρική και στην Ινδία. Η παραμονή του στην Ινδία είχε διάρκεια περίπου δεκαπέντε μήνες και συνδυάστηκε με μία ευρύτερη πνευματική και θρησκευτική αναζήτηση του, που κατέληξε στο να ασπαστεί το βουδισμό.
Η ποίηση του Ουρλιαχτού ήταν χειμαρρώδης, μια οργιώδης έκφραση εκείνου που ο ίδιος ο Ginsberg ονόμαζε «Αδιαχώριστη Συνείδηση», της απόλυτης συγχώνευσης του παραλόγου, της φαντασίας, του προφητικού πνεύματος και της σοφίας της καθημερινής εμπειρίας. Το Ουρλιαχτό είναι κείμενο σαφώς προορισμένο να απαγγέλλεται, να ακούγεται, και στις μέρες μας έχει έναν ακόμη σπουδαίο λόγο ύπαρξης: την κραυγή της ανάγκης να μην λησμονηθεί το πνεύμα της ίδιας της Ποίησης, τόσο μέσα στον κόσμο της ανόργανης, φασματικής γνώσης, η οποία υποδηλώνεται με το έκτρωμα που ονομάζουμε σήμερα, υπό το καθεστώς υπογαστρικών σκιρτημάτων, «πληροφόρηση», όσο και εντός του οργανικού σώματος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας.
Επέστρεψε στην Αμερική το 1963 συμμετέχοντας στο Συνέδριο Ποίησης του Βανκούβερ μαζί με αρκετούς ακόμα σύγχρονους πειραματικούς ποιητές.
Αποτέλεσε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, ιδιότητα με την οποία προσπάθησε να προωθήσει το σύνολο της beat λογοτεχνίας, ενώ το 1986 έγινε επίτιμος καθηγητής φιλολογίας στο Brooklyn College.
Το 1993 τιμήθηκε επίσης από τον υπουργό πολιτισμού της Γαλλίας, Τζακ Λανγκ με το μετάλλιο Τεχνών και Γραμμάτων Chevalier des Arts et des Lettres. Πέθανε το 1997 στη Νέα Υόρκη.
«Θα προτιμούσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να πλάγιαζα με τον Pεμπό. Θα ήθελα επίσης να μιλήσω με τον Σεζάν, να συναντήσω σε ένα καφέ τον Γκόγκολ και να κουβεντιάσουμε για τη στιγμή που πέρασε στον θρησκευτικό φανατισμό… Mε τον Mποντλέρ θα ήθελα να αποκτήσω κάποια οικειότητα λίγο πριν καταντήσει αλκοολικός. Mε τον Kαβάφη να καθήσουμε σε ένα καφέ και να μιλήσουμε με τις ώρες για τα νεανικά κορμιά…».
Απόσπασμα από το Ουρλιαχτό, το ποίημα- μανιφέστο των beatniks:
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα, υστερικά γυμνά και λιμασμένα, να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μιαν αναγκαία δόση, χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας, που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ, που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό κάτω απ’ τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών, που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές του πολέμου, που διώχτηκαν απ’ τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα, που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο μέσ’ απ’ τον τοίχο…