Ο Νάσος Γουμενίδης έχασε τον αδερφό του από ανακοπή λόγω χρήσης ναρκωτικών πριν από δυο μέρες και μέσα από μια επιστολή λέει το δικό του αντίο στον αδερφό του στέλνοντας παράλληλα ένα μήνυμα σε όλους τους χρήστες που χάνονται στο δικό τους όνειρο και αφήνουν την ζωή να πετάξει μακριά τους.Μερικά αποσπάσμτα από το γράμμα του και το δικό του μοναδικό αντίο:
"
Θέλω απο την αρχή να ζητήσω συγνώμη απο όλους καθώς το κείμενο αυτό, το γράμμα αυτό, είναι άναρχο. Δεν έχει αρχή μέση και τέλος. Είναι όμως πέρα για πέρα αληθινό. Γράφω με την ψυχή μου. Χωρίς δημοσιογραφικό μέτρο. Χωρίς "πρέπει" αλλά με ένα "θέλω". Να μάθει ο Δημήτρης όσα είχα μέσα μου. Όσα σκεφτόμουν όταν Βουβά έζησα χθές την τελευταία πράξη ενός δράματος που εκείνος έγραψε…εκείνος το έζησε…και μαζί του πέρασε στην Ιστορία. Μια ιστορία που ίσως δεν έχει σημασία για πολλούς. Έχει όμως για μένα. Μια ιστορία που έχει πολύ αγάπη, πολύ ψυχή και δάκρυα για ένα παλικάρι που έφυγε ξαφνικά. Στον ύπνο του. Γλυκά…Αιτία Θανάτου; Ανακοπή καρδιάς. Ο Δημήτρης έφυγε προχθές στις 05:50. Ήταν μόλις 34 ετών.
Τι να πρωτογράψω. Τι να σκεφτώ. Να θυμηθώ. Την εποχή που οι γονείς μου…μου γνώρισαν ένα τυπάκι και μου έλεγαν ότι πια απο σήμερα-1976-θα μεγαλώνει μαζί μου ή αυτό που πρίν λίγες ώρες συνέβη…όταν εγώ κράτούσα το σκοινί με το φέρετρο για την τελευταία του κατοικία; Αποφάσισα να γράψω σήμερα για δύο λόγους. Διότι για μένα σε αυτή τη ζωή δεν υπάρχουν εύκολα και δύσκολα αλλά γνωστά και άγνωστα. Και επειδή η ιστορία του αδερφού μου είναι άγνωστή στους πολλούς…αποφάσισα να την μοιραστώ. Είναι τόσες οι σκέψεις. Τόσες οι εικόνες. Απο την συναισθηματική αρμονία των παλιών μικρών παραστάσεων ζωής μαζί του στην ωμή πραγματικότητα του Κώστα του νεκροθάφτη να μου λέει "Είναι ακόμη 280 ευρώ για τον Γερανό και τα Ταξί".
Απο το μοιρολόϊ της μάνας μας, στην γεμάτο ενοχές εικόνα του Πατέρα μου να τον κοιτάει ντυμένο γαμπρό και να μονολογεί "Γιατί θεέ μου σ εμένα. Γιατί Δημήτρη δε με άκουγες; Θα ζήσω με αυτό τον καημό". "Γιατί Πατέρα ο Θεός τον ήθελε απο νωρίς εκεί ψηλά" του απαντώ και ηρεμεί για μερικά λεπτά. Απο τις κραυγές της Γιαγιάς μου, που κάθε τόσο έμπαινε στο σπίτι τον αγκάλιαζε και μετά χανόταν, μέχρι τις θείες μου και τα ξαδέρφια μου να κλαίνε χωρίς να θέλουν να το πιστέψουν…
Ξέφυγα λίγο απο τον ψεύτικο μικρόκοσμο της τηλεόρασης και επέστρεψα στον τόπο μου για κακό σκοπό. Όμως ακόμη και έτσι κατάλαβα κάτι. Ότι υπάρχει ζεί και αναπνέει αυτός ο γαμημένος θεσμός πάνω στον οποόιο στηρίχτηκε πρίν χρόνια το Ελληνικό Κράτος. Ο θεσμός της οικογένειας. Και αισθάνομαι ευλογημένος και περήφανος που είμαι μέρος της δικής μου φαμίλιας.
Είναι μεγάλη κατάρα οι γονείς να θάβουν τα παιδιά τους. Είναι πολύ δύσκολο. Η αίσθηση της απώλειας δεν είναι έντονη ακόμη κι όταν το παιδί σου βρίσκεται στην εντατική. Έχεις ελπίδα. Ακόμη κι όταν οι γιατροί την δεύτερη μέρα σου λένε ότι ο Δημήτρης δεν παίρνει το οξυγόνο και πώς το ένα μετά το άλλο τα ζωτικά του όργανα τον προδίδουν. Λές ο θεός είναι μεγάλος. Ούτε και την στιγμή που οι γιατροί καλούν εμένα και τον αδερφό μου για να μας ανακοινώσουν το ΤΕΛΟΣ. Η αίσθηση της απώλειας γίνεται έντονη στην μάνα του αγοριού όταν βλέπει το παιδί της να φεύγει απο το σπίτι για τελευταία φορά. Ντυμένος Γαμπρός μέσα στο λευκά, ζωσμένος με λουλούδια. Αυτός είναι ο δικός τη Γολγοθάς. Αυτές οι εικόνες καρφώνονται στο υποσυνείδητο και δεν σβήνουν ποτέ. Και με αυτές τις εικόνες αποφάσισα σήμερα να γράψω στον Jim. Τον μάγκα, τον πιό αυστηρό μου κριτή. Τον αδερφό μου. Απο σήμερα κι εγώ μπαίνω στην λίστα των αδερφών που έχασαν τον μικρό τους απο τα Ναρκωτικά. Κι ελπίζω με το γράμμα αυτό κάποιοι να ξυπνήσουν και να παρατήσουν την "παραμύθα". Ένας να πάρει χαμπάρι και να ξεφύγει θα νιώσω σημαντικός…για την ψυχή του Δημήτρη…
"Μικρέ μου"
Σου γράφω βλέποντας την φωτογραφία μας. Αυτή που δημοσιεύω σήμερα. Και την δημοσιέυω στο Gossip. Το κανάλι για το οποίο ήσουν περήφανος. Για μένα και τον Δημήτρη τον φίλο μου που με εμπιστεύθηκε και το δημιουργήσαμε. Τον συνονόματό σου πράσινων φρονημάτων που συμπαθούσες…παρά το γεγονός ότι πρίν λίγες ώρες θάφτηκες αγκαλιά με την σημαία της ΑΕΚ . Και μου το έλεγες πάντα. Όταν ήσουν καλά…
Όταν ο Βαγγέλης με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι έπαθες ανακοπή κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι αυτή την φορά δε θα την βγάλεις καθαρή. Πές το ένστικτό. Πές το διαίσθηση. Όπως θέλεις πέστο. Άλλωστε τον τελευταίο καιρό δεν ήσουν καλά. Ήσουν δύο Δημήτρηδες σε ένα σώμα. Ήσουν το αγαπημένο παιδί της οικογένειας. Αυτό το παιδἰ που παρά τον κοινωνικό ρατσισμό και την ταμπέλα που σου έβαλαν ώς πρεζάκι, εσύ χαμογελούσες…ήσουν δοτικός, ήσουν γλυκός και ευαίσθητος και την επόμενη στιγμή μεταμορφωνόσουν σ΄ένα προκλητικό αγρίμι που δεν υπολόγιζε αξίες και αρχές. Δεν υπολόγιζες την ζωή…και όπως αποδείχθηκε ούτε την δική σου.
Θέλω να με συγχωρέσεις. Και θέλω να το κάνεις διότι ήμουν πολλά χρόνια τώρα αυστηρός μαζί σου. Αυστηρός μα όχι άδικος. Συμπάθα με. Ακροβατούσα σε ένα σκοινί ανάμεσα στον Μπαμπά τη Μαμά τον μικρό μας αδερφό και εσένα. Και ήταν δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Δύσκολο όταν σε είδα για πρώτη φορά πίσω απο τα κάγκελα, δύσκολο όταν μου υποσχέθηκες ότι θα τα έκοβες και δεν το έκανες ποτέ, δύσκολο όταν η μάνα μου μιλούσε στο τηλέφωνο με μισόλογα και μετά απο λίγο "έσπαγε" και μου τα έλεγε όλα, δύσκολο όταν με την συμπεριφορά σου έδινες δικαίωμα να λένε πολλά. Λόγια…Λόγια λόγια. Μόνο που δεν υπολόγιζες ότι ζούσες μαζί τους και πώς τα λόγια γινόταν Τσουνάμι. Ένα Τσουνάμι που χρόνια τώρα είχε διαλύσει την αξιοπρέπεια των δικών σου. Και πρός τιμήν τους, τόσο η Μαμά αλλά και ο Μπαμπάς με το τρόπο τους δε στο έδειχναν. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο ήταν άνθρωποι του μεροκάματου και συνεχίζουν να είναι και το μοναδικό πράγμα που είχαν στην ζωή ήταν η αξιοπρέπεια τους. Εντούτοις ήταν εκεί. ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ.
Δεν μπορώ να ξέρω τι είχες μέσα σου. Τι σε απασχολούσε και χώθηκες με τα μούτρα στα σκατά. Δεν ξέρω γιατί; Δεν ήθελα να μάθω κιόλας. Και ξέρει τί; Δεν ήθελα διότι, δε μπορούσα ν αποδεχτώ ότι ήσουν αδύναμος. Σε είχα ψηλά μέσα μου. Είχα όνειρά για σένα. Έβαλα πλάτη πολλές φορές…και παρά το γεγονός ότι ήσουν κατώτερος των περιστάσεων δε μασούσα και σε πρότεινα κι αλλού. Κι ας ήξερα πώς στο τέλος θα εκτεθείς και μαζί με σένα κι εγώ και όλοι μας. Μέχρι που χάθηκες. Κλείστηκες στον κόσμο σου. Στην πουτάνα την πρέζα. Και διάλεξες την τύχη σου.
Χθές ήσουν ήρεμος. Πολύ ήρεμος. Χάθηκε το αγρίμι. Πέθανε. Έμεινε η ψυχή σου. Έμεινες ΕΣΥ. Και θα μείνεις για πάντα μέσα μου. Γιατί όπως ένιωθα εγώ…για σένα…ΕΣΥ δεν το έμαθες ποτέ…Καλό ταξίδι Bro και φρόντισε εκει πάνω να μη σε τρέχουν ε; Αυτό εύχομαι και προσεύχομαι για σένα. Εύχομαι να βρείς τον αγαπημένο, τον μπερμπάντη, τον μάγκα τον Παππού μας και να πίνεται τσίπουρα μαζί…Χρόνια σε περίμενε και μάλλον σε ήθελε πρίν απο όλους δίπλα του…
Σε πρόλαβε ο Μανιάρας…και δεν πρόλαβες να γνώρισεις την ανιψιά σου. Γι αυτό δε σε συγχωρώ…όμως μην ανησυχείς. Θα μάθει για σένα τα πάντα και με λεπτομέρειες…
Καλή αντάμωση αδερφέ μου…