Λ. Κιτσοπούλου
Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις.
Πρεμιέρα Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015
Λίγα λόγια για το έργο
Στην ουσία πρόκειται για ένα έργο για τη ματαιότητα. Ένα κείμενο πολύ καθημερινό, που δεν έχει τίποτα φιλοσοφικό. Δεν έχει τίποτα ουσιώδες – είναι μαζεμένες όλες οι ανούσιες κουβέντες που κάνουμε στον καναπέ μας (με τις οποίες πωρωνόμαστε κιόλας), από συνταγές μαγειρικής μέχρι τις ειδήσεις της τηλεόρασης. Αυτό, που μιλάμε στο τηλέφωνο χωρίς να λέμε τίποτα. Ένα πράγμα τόσο καθημερινό, τόσο οικείο σε όλους, που όμως μέσα από την εμμονική του δομή καταντάει άρρωστο. Ένα κείμενο βασισμένο σε τόσο κλισέ κουβέντες, που κατά τη διάρκεια των διαλόγων οι θεατές θέλουν να μπουν μέσα και να συμμετέχουν με τη γνώμη τους, να διαφωνήσουν, να συμφωνήσουν, να επαινέσουν ή να αρπαχτούν. Μια βαρεμάρα, μια ματαιότητα, μια σήψη, που οχυρώνεται πίσω από ανώδυνες κουβέντες. Για να περάσει η ώρα. Για να ξεχαστούμε. Για να μην νιώσουμε ένοχοι που η ζωή μας δεν μας ικανοποιεί. Ένα έργο για την εποχή μας, για το «τώρα», που πια δεν έχουν τα πράγματα νόημα, που πια δεν περιμένουμε και πολλές εκπλήξεις. Τόσο ζωντανό, που αν το πάρει κάποιος να το παίξει σε έναν χρόνο θα μπορούσε σε σημεία να λέει άλλα λόγια. Φυσικά, υπάρχουν σκηνοθετικές εγκοπές, παραλληρήματα κειμενικά, κατά τα οποία παρεμβάλλονται κάποια πράγματα πολύ τραγικά, ή τραγικά κωμικά ,δράσεις ή σιωπές απόγνωσης, κάποια ξεσπάσματα των ηρώων πολύ τρελά- αλλά στο πλαίσιο πάλι μιας τρέλας πολύ κλισέ, σαν να προσπαθούμε μέσα από κλισέ και γελοίες αφορμές να τσακωθούμε, να τα σπάσουμε, μόνο και μόνο για να μην βγει αυτό το κοιμισμένο τέρας από μέσα μας, που δεν είναι άλλο από τον βαθύ πόνο της ύπαρξής μας. Παθαίνουμε αμόκ και καταλαμβανόμαστε από οργή, σε μια ύστατη προσπάθεια να δραπετεύσουμε από τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Διάρκεια
1:20′