Ένα χρόνο μετά τη θριαμβευτική εμφάνισή του, που θεωρήθηκε «το κορυφαίο μουσικό γεγονός του Φεστιβάλ», ο αρχιμουσικός Θεόδωρος Κουρεντζής επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μαζί του, ο διεθνούς φήμης πιανίστας Αλεξάντερ Μέλνικοφ και η ορχήστρα MusicAeterna θα ερμηνεύσουν στις 10 Ιουνίου και πάλι στο Μέγαρο Μουσικής, το Κοντσέρτο για ορχήστρα του Μπέλα Μπάρτοκ και το Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Σεργκέι Προκόφιεφ.
Ο 41χρονος Θεόδωρος Κουρεντζής, ζει και εργάζεται στη Ρωσία. Με παρουσία στις σημαντικότερες μουσικές σκηνές διεθνώς, έχει καταφέρει να κερδίσει την εκτίμηση των κριτικών αλλά και του μουσικόφιλου κοινού που γεμίζει ασφυκτικά τις αίθουσες, όπου και αν εμφανίζεται. Για τις ρηξικέλευθες παραγωγές, τις εξαιρετικές ερμηνείες κλασικών έργων και τον άριστο έλεγχο της ορχήστρας που χαρακτηρίζει κάθε του εμφάνιση, έχει αναγνωριστεί ως διάδοχος των μεγάλων μαέστρων της σπουδαίας Ρωσικής Σχολής.
Στην καλλιτεχνική διεύθυνση της Όπερας του Νοβοσιμπίρσκ κατάφερε να την οδηγήσει στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος. Το ίδιο και το διεθνές φεστιβάλ «Τεριτόρια» στη Μόσχα, που συνδιηύθυνε. Από το 2009 συνεργάζεται με το Θέατρο Μπολσόι, όπου παρουσίασε την όπερα Βότσεκ του Α. Μπεργκ σε σκηνοθεσία Ντμίτρι Τσερνιακόφ, αποσπώντας τρεις Χρυσές Μάσκες της Ένωσης Θεατρικών Παραγωγών Ρωσίας (την ανώτερη καλλιτεχνική διάκριση της χώρας). Το Σεπτέμβριο του 2011, ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου της Περμ, παρουσίασε την όπερα Così fan tutte του Μότσαρτ με την ορχήστρα MusicAeterna, που χαρακτηρίστηκε «νέα τάση στη ρωσική παράδοση της ερμηνείας έργων Μότσαρτ». Ο Κουρεντζής έχει συνεργαστεί με διάσημες ορχήστρες της Ευρώπης και της Αμερικής και έχει ανέβει στα πόντιουμ των σημαντικότερων φεστιβάλ παγκοσμίως. Μόνο μέσα στο 2013, διηύθυνε τη Φιλαρμονική της Βιέννης στο Ζάλτσμπουργκ, τη Φιλαρμονική του Μονάχου, έκανε περιοδεία με την Ορχήστρα Δωματίου Mahler, συνεργάστηκε με την Βασιλική Όπερα του Κόβεν Γκάρντεν στο Λονδίνο και την Όπερα της Ζυρίχης.
Η ορχήστρα σολιστών, MusicAeterna, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες ορχήστρες της Ευρώπης, ιδρύθηκε το 2004 στο Νοβοσιμπίρσκ, από το Θεόδωρο Κουρεντζή. Είναι μια πειραματική ορχήστρα, ένα ιδιότυπο «μουσικό γκέτο», «ένα μοναστήρι» – όπως έχει πει ο ίδιος – όπου οι μουσικοί κάνουν πολύωρες πρόβες, βλέπουν όλοι μαζί ταινίες, διαβάζουν βιβλία, κάνουν μεταφράσεις, ζώντας σε μία ατμόσφαιρα συλλογικότητας και δημιουργίας. Έχει στο δυναμικό της μερικούς από τους σημαντικότερους σολίστ της Ρωσίας και κάθε της εκτέλεση θεωρείται ότι εξελίσσει το εκάστοτε έργο που ερμηνεύει. Εξειδικεύεται στην ερμηνεία μουσικής με όργανα εποχής και στις εκτελέσεις έργων του 18ου αιώνα. Έχει εμφανιστεί στη Βιέννη, στο Άμστερνταμ, το Λονδίνο, το Μπάντεν-Μπάντεν, τη Μόσχα, την Αγία Πετρούπολη και την Περμ και έχει ηχογραφήσει για τη δισκογραφική εταιρεία Alpha Studio την όπερα Διδώ και Αινείας του Πέρσελ, τη 14η Συμφωνία του Σοστακόβιτς και το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ και για τη Sony την όπερα Così fan tutte του Μότσαρτ.
Στο Μέγαρο Μουσικής, ο Θεόδωρος Κουρεντζής και η MusicAeterna θα συμπράξουν με το διεθνούς φήμης ρώσο πιανίστα Αλεξάντερ Μέλνικοφ, έναν από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της Ρωσίας. Ο Μέλνικοφ έχει αναγορευθεί Επίτιμος Καλλιτέχνης της Ρωσίας και του έχουν απονεμηθεί πολλά βραβεία. Σε νεαρή ηλικία, σπουδαστής ακόμη, κέρδισε τρεις σημαντικούς διεθνείς διαγωνισμούς: «Ρόμπερτ Σούμαν» στο Τσβίκαου, «Βασίλισσα Ελισάβετ» στις Βρυξέλλες και της Ουνέσκο στην Μπρατισλάβα και έδωσε συναυλίες σε κορυφαίες αίθουσες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Την περίοδο 2004-2006 ηχογράφησε έργα για πιάνο και μουσική δωματίου για την Harmonia Mundi και από το 2002 διδάσκει στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής του Μάντσεστερ.
Τα έργα που αυτοί οι εξαιρετικοί καλλιτέχνες θα ερμηνεύσουν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, είναι εξαιρετικά απαιτητικά.
Το περίφημο Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα συνέθεσε ο Σεργκέι Προκόφιεφ, (1891 – 1953) το καλοκαίρι του 1921, στη Βρετάνη, όπου περνούσε τις διακοπές του παρέα με Ρώσους καλλιτέχνες που είχαν μεταναστεύσει εκεί. Ανάμεσά τους και ο σπουδαίος συμβολιστής ποιητής Κονσταντίν Μπαλμόντ, στον οποίο αφιέρωσε ο Προκόφιεφ το Κοντσέρτο του. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1921 στο Σικάγο, με σολίστ τον ίδιο το συνθέτη και έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πλέον μαγευτικά για τον ακροατή, αλλά εξαιρετικά απαιτητικά για το σολίστ, έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Το ίδιο απαιτητικό όσο και γοητευτικό είναι το έργο του Μπέλα Μπάρτοκ Κοντσέρτο για ορχήστρα (1943) που γράφτηκε στο Σάρανακ Λέικ, χωριό βόρεια της Νέας Υόρκης. Η πρεμιέρα του δόθηκε το 1944, με την Συμφωνική της Βοστόνης και τη διεύθυνση του Κουσεβίτσκυ, που το χαρακτήρισε ως «το καλύτερο ορχηστρικό έργο των τελευταίων 25 ετών». Είναι έργο αντιπροσωπευτικό της καινοτόμου ματιάς του συνθέτη, εύληπτο, ευφάνταστο και προϋποθέτει εξαιρετικές ικανότητες από τους μουσικούς των διαφόρων ομάδων οργάνων της ορχήστρας.
Béla Bartók (1881-1945)
Κοντσέρτο για ορχήστρα, Sz 116
I. Introduzione. Andante non troppo – Allegro vivace
II. Giuoco delle coppie. Allegretto scherzando
III. Elegia. Andante non troppo
IV. Intermezzo interrotto. Allegretto
V. Finale. Pesante – Presto
Σεργκέι Προκόφιεφ (1891-1953)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 3 σε ντο μείζονα, έργο 26
I. Andante – Allegro
II. Tema con variazioni
III. Allegro, ma non troppo Introduzione