Είναι μια πέτρινη γούβα από αρχαίες γλυμένες πέτρες που σταθμεύει το τρεχούμενο νερό καθώς πέφτει από έναν μικρό καταρράκτη. Tο νερό περνάει μέσα από βότανα όλων των ειδών πριν φτάσει εδώ. O αέρας μυρίζει λυγαριά, πικροδάφνη, και αρμύρα από την εκβολή του ποταμού στην κοντινή θάλασσα. Βουτάω μέσα στα βρύα. Χάνομαι στο αμνιακό υγρό. Όταν βγαίνω έξω, νιώθω ανάλαφρος σαν παιδί. Φτάνω άλλη μια φορά στο νησί καλοκαίρι. Και στο μυαλό μου έχω αυτή την πρώτη συνεύρεση με τα νερά, με το χώμα με τις πέτρες του. Το καλοκαίρι ισοπεδώνει τα νησιά. Τα μεταμορφώνει σε στερεότυπα διακοπών. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το πραγματικό πρόσωπο των νησιών, κανείς δεν νοιάζεται πώς περνούσαν οι κάτοικοί τους πριν είκοσι, πενήντα χρόνια, πώς περνάνε τους άλλους μήνες του χρόνου, τι σκέφτονται για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, τι σκέφτονται ακόμα και για μας, τους προσωρινούς μέτοικους, που από το πρωί μέχρι το βράδυ σχολιάζουμε την «καλή» παραλία, την «καλή» ταβέρνα, το «καλό» μπαράκι, κ.ο.κ. Το καλοκαίρι, στα περισσότερα νησιά, οι κάτοικοι μεταμορφώνονται σε ταπεινωμένους ιθαγενείς και οι επισκέπτες, είτε προέρχονται από την πλατεία Κολωνακίου είτε από την πλατεία Αγίας Βαρβάρας, το παίζουν στυγνοί κατακτητές, λευκοί εναντίον αφρικάνων ιθαγενών του προπροηγούμενου αιώνα.
Φτάνω άλλη μια φορά με το πλοίο στο νησί. Καθώς αποβιβάζομαι, σκανάρω τα αυτοκίνητα που ξεμπουκάρουν ορμητικά δίπλα μου λες και τρέχουν οχτώ το πρωί στον πόλεμο της λεωφόρου Πατησίων, επειδή πάλι βιάζονται, επειδή πάλι πεινάνε, επειδή πάλι είναι αποφασισμένοι να κάνουν διακοπές, επειδή πάλι κουβαλάνε στις αποσκευές τους, ανάμεσα από απαίσιες σαγιονάρες και άθλια παρεό, τη φριχτή, τσαλακωμένη ζωούλα με τις ξεπουλημένες μαμάδες, τους εξαγορασμένους μπαμπάδες και τα αντίστοιχα παιδάκια τους.
Τους βλέπω όλους αυτούς να αποβιβάζονται άγρια, βάρβαρα, άτσαλα, μαζί με κάτι φλώρους βορείων προαστίων είκοσι πέντε τριάντα χρόνων αγκαλιασμένους με πουτανίτσες μπάρμπι, όλους κατακτητές με τα λεφτά του κλέφτη μπαμπά. Φαντάζονται, ότι οι ντόπιοι περιμένουν πώς και πώς να τους εξυπηρετήσουν. Όπως το Πάσχα, οι άλλοι, στη Μύκονο. Τους βλέπω, ακόμα κι αυτό το άγριο καλοκαίρι των εκπτώσεων, ολόιδιους με πέρσι, και χαμογελάω. Ύστερα σηκώνω ψηλότερα το βλέμμα: ως εκεί που ξέρω τι υπάρχει, ως εκεί στα ψηλά βουνά που έχω περπατήσει, που έχω τρέξει, που έχω σκαρφαλώσει – ζητώντας να γίνω ένα με τα αγριοκάτσικα και τους αλβανούς βοσκούς, ένα με τους παλιούς αντάρτες του εμφύλιου που τα φαντάσματά τους ακόμα σαλεύουν στις λόχμες, ανάμεσα από φτέρες, χαρουπιές, κατηφορικά δάση οξιάς, αγριοσυκιές, ελιές κι αμπέλια που στραφταλίζουν προκλητικά στο φως. Να γίνω ένα με κείνους που στα χρόνια της Άρτεμης έχτισαν εδώ πέρα πόλεις, λιμάνια, ναούς, κι έφτιαξαν την ωραιότερη μυθολογία για τον τόπο τους, δεν είναι εύκολο. Τα ανώφελα λαδωμένα σώματα στις παραλίες δεν μ’ αφήνουν. «Αυτό εδώ το νησί δεν το κατακτάς με τα ρούχα σου, με το πλαστικό σου χρήμα, με την αυτοκινητάρα σου. Το κατακτάς μόνο ως μαθητής».
Χαμογελάω ξανά και ξανά με τους εισβολείς. Επειδή αυτό εδώ το νησί, που είναι κάτι ανάμεσα σε ορεινή Μάνη και Κρήτη κι όπου η θάλασσά του είναι μονίμως αγριεμένη, αυτούς εδώ τους τύπους που έρχονται, ακόμα και φέτος, ντρεσαρισμένοι να καταβροχθίσουν τα πάντα, ξέρει πώς να τους δεχτεί. Το ίδιο και τους «γκρούβαλους», που έρχονται αποκλειστικά για να μεθύσουν και να χορέψουν έως τελικής πτώσεως στα πανηγύρια του, αδιαφορώντας πανηγυρικά για την ουσία αυτών των πανηγυριών (ίδιοι με τα αγγλάκια του υποβαθμισμένου Λίβερπουλ, που κάθε χρόνο αγοράζουν μια φτηνή βδομάδα of booze στην πόρνη Κω). Όλον αυτό τον ακατέργαστο συρφετό το νησί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τον δέχεται με απίστευτη αξιοπρέπεια: μαθαίνοντάς τον πώς να ζει ξανά σαν άνθρωπος.
Οι κάτοικοι εδώ διδάσκουν τα πάντα από την αρχή: τη φιλοξενία, το φιλότιμο, τη βραδύτητα που συνοδεύει τη φιλοσοφημένη σχόλη, τον έρωτα, την κοινωνική ισότητα, τη διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής, τα πάντα. Αυτό εδώ το νησί δεν το κατακτάς με τα ρούχα σου, με το πλαστικό σου χρήμα, με την αυτοκινητάρα σου. Το κατακτάς μόνο ως μαθητής. «Σκοπός της συλλογικής αυτής έκδοσης είναι η ανάδειξη των τόπων που καθόρισαν τη συγγραφική δραστηριότητα των Ελλήνων λογοτεχνών…», σημειώνει ο Μιχάλης Μοδινός, που υπογράφει την επιμέλεια. Αυτό το νησί είναι η Ελλάδα στις σπάνιες στιγμές της. Εκείνη που αντιδρά όπως αυτό το νησί που κάποτε πέταξε τους κάμεραμεν της τηλεόρασης στη θάλασσα, που στα εγκαίνια των Ολυμπιακών του 2004, στο πιο αντιπροσωπευτικό χωριό του, τα μπαλκόνια γέμισαν μαύρες σημαίες. Αυτό εδώ το νησί δεν είναι τέλειο. Κανείς δεν είναι. Αλλά παραμένει, αδιαπραγμάτευτα, με τόλμη και κρυφό μεγαλείο, ο εαυτός του. Και σήμερα, που όλα ξεπουλιούνται, η επαφή με αυτό το νησί και τους διδακτικούς του ανθρώπους, ξεπερνάει, για όποιον αντέχει να γνωρίσει τον άλλο του εαυτό, κάθε όνειρο αληθινών διακοπών. Αποτελεί υπενθύμιση ενός κόσμου που αντιστέκεται ακόμα στη βαρβαρότητα. Μιλώ για την Ιστορία. Μιλώ για την Ικαρία.
Το κείμενο περιλαμβάνεται (με τίτλο «Ικαρία – το μάθημα) στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων «Τόποι της Λογοτεχνίας – 134 συγγραφείς καταγράφουν μια ελληνική προσωπική γεωγραφία», εκδ. Καστανιώτη, 2015. Ο Άρης Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας, μεταφραστής, κριτικός και ιδρυτικό στέλεχος των εκδ. Τόπος, όπου και διευθύνει το τμήμα λογοτεχνίας. Το βιβλίο του «Η Μανία με την άνοιξη» (εκδ. Τόπος) έχει ως σκηνικό την Ικαρία.