Ο Horace Ward Martin Tavares Silver, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1928 στο Norwalk του Κονέκτικατ. Ο πατέρας του καταγόταν από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου και η μητέρα του ήταν ιρλανδο-αφρικανικής καταγωγής.
Ο Χόρας Σίλβερ ξεκίνησε την καριέρα του ως τενοροσαξοφωνίστας, αλλά γρήγορα στράφηκε στο πιάνο, με επιρροές από το παίξιμο του Mad Powell και του Thelonious Monk. Ο πρώτος που διέκρινε το ταλέντο του ήταν ο σαξοφωνίστας Σταν Γκετς στις αρχές της δεκαετίας του ’50.
Το 1954, κάτοικος ήδη της Νέας Υόρκης, δημιούργησε μαζί με τον ντράμερ Αρτ Μπλέικι το συγκρότημα των Jazz Messengers, που αποτέλεσε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά σχήματα του hard bop. Ο Silver συνεισέφερε καθοριστικά στη διαμόρφωση αυτού του μουσικού ιδιώματος της τζαζ, που προέρχεται από το be bop, αλλά είναι εμπλουτισμένο με στοιχεία από το rhythm n blouse, το γκόσπελ και τη λατινοαμερικάνικη μουσική. Στην πιο “χορευτική” του εκδοχή, το hard bop απαντάται και με την ονομασία soul jazz, της οποίας ο Silver είναι από τους διαμορφωτές.
Το 1955 ηχογράφησε το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ με τίτλο «Horace Silver and the Jazz Messengers» για την Blue Note, με την οποία συνεργάστηκε τα επόμενα 28 χρόνια. Ο δίσκος αυτός χαρακτηρίστηκε «κλασικός» από την κριτική και περιέχει τη γνωστή σύνθεση «The Preacher».
Στη συνέχεια, ο Silver σχημάτισε μία σειρά από εξαιρετικά κουιντέτα. Το γνωστότερο και πιο «κλασσικό» κουϊντέτο του είχε στη σύνθεσή του τον τρομπετίστα Μπλου Μίτσελ και τον τενοροσαξοφωνίστα Junior Cook (1958-1964), το Señor Blues.
Ο Silver άρχισε να παίζει πιάνο από παιδική του ηλικία και είχε μαθήματα κλασικής μουσικής [8]. Ο πατέρας του δίδαξε τη λαϊκή μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου- Cape Verde. Σε ηλικία 11 ετών το Silver άρχισε να ενδιαφέρεται να γίνει μουσικός, αφού άκουσε την ορχήστρα Jimmie Lunceford. Οι πρώιμες επιρροές του στο πιάνο περιλάμβαναν τα στυλ του boogie-woogie και των μπλουζ, τους πιανίστες Nat King Cole, Thelonious Monk, Bud Powell, Art Tatum και Teddy Wilson, καθώς και μερικούς παίκτες του τζαζ.
Το ασημένιο αποφοίτησε από το σχολείο της Αγίας Μαρίας το 1943. Από την ένατη τάξη έπαιξε το Lester Young– επηρεασμένο τενόρο σαξόφωνο στη μπάντα και την ορχήστρα του Norwalk High School. Ο Silver έδινε συναυλίες τοπικά τόσο στο πιάνο όσο και στο τενόρο σαξόφωνο ενώ είναι ακόμα στο σχολείο. Απορρίφθηκε για στρατιωτική θητεία από το σχέδιο ελέγχου του σκάφους που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε υπερβολικά καμπυλωτή σπονδυλική στήλη, η οποία παρεμπόδιζε επίσης το παιχνίδι του σαξόφωνο. Περίπου το 1946 μετακόμισε στο Χάρτφορντ του Κοννέκτικατ για να αναλάβει κανονική δουλειά ως πιανίστας σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης.
Ως μουσικός, το Silver μεταφέρθηκε από το bebop στο hardbop δίνοντας έμφαση στη μελωδία και όχι στη σύνθετη αρμονία και συνδυάζοντας καθαρές και συχνά χιουμοριστικές γραμμές δεξιάς με πιο σκούρες σημειώσεις και χορδές σε μια σχεδόν αέναη βιασύνη στο αριστερό χέρι. Οι συνθέσεις του υπογράμμισαν ομοίως τις ελκυστικές μελωδίες, αλλά συχνά περιείχαν και ασυνήθιστες αρμονίες. Πολλά κομμάτισ,Υ από το ποικίλο ρεπερτόριο τραγουδιών του, συμπεριλαμβανομένων των “Doodlin”, “Peace” και “Sister Sadie”, έγιναν πρότυπα τζαζ που εξακολουθούν να παίζονται ευρέως. Η σημαντική κληρονομιά του συμπεριλαμβάνει την επιρροή του σε άλλους πιανίστες και συνθέτες και την ανάπτυξη νέων ταλέντων τζαζ που εμφανίστηκαν στις μπάντες του μέσα σε τέσσερις δεκαετίες.
Στις πιο γνωστές δημιουργίες του Silver συγκαταλέγονται οι συνθέσεις: «The Preacher» (1955), «Nica’s Dream» (1956), «Señor Blues» (1957), «Sister Sadie» (1959), «Filthy McNasty» (1961) και «Song for my Father» (1965).
Ο Horace Silver πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 18 Ιουνίου 2014, σε ηλικία 85 ετών.