Αξίζει, φίλε μου, να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα (Ernesto Guevara de la Serna, Ροσάριο , Αργεντινή, 14 Ιουνίου 1928 – , Λα Ιγκέρα, Βολιβία, 9 Οκτωβρίου 1967), γνωστός ως Τσε Γκεβάρα ή απλά Τσε, ήταν Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής μαρξιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του αντιπερονιστή αρχιτέκτονα Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια ντε λα Σέρνα, μίας εξαιρετικά δυναμικής γυναίκας που συμμετείχε δραστήρια σε αριστερά κινήματα. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής του, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928. Κατά τον βιογράφο του, Τζον Λι Άντερσον, η πραγματική ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται νωρίτερα, στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε μαρτυρία μίας αστρολόγου, στην οποία φέρεται να εξομολογήθηκε η μητέρα του πως ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος όταν παντρεύτηκε τον Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς.
Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα. Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού. Σε ηλικία εννέα ετών παρουσίασε βαριά επιπλοκή στο άσθμα που τον ταλαιπωρούσε και διαπιστώθηκε «σπαστικός βήχας». Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο. Αρχικά, έμαθε να γράφει και να διαβάζει από την μητέρα του, ενώ αργότερα φοίτησε στο δημόσιο σχολείο, ολοκληρώνοντας κανονικά μόνο τη δεύτερη και τρίτη τάξη, παρακολουθώντας τα μαθήματα των υπόλοιπων τάξεων όταν του επέτρεπε η υγεία του και μελετώντας κυρίως στο σπίτι.
Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτούταν προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Στα φοιτητικά του χρόνια δραστηριοποιήθηκε στο φοιτητικό κίνημα, ήρθε σε επαφή με παράνομες αριστερές οργανώσεις, διάβαζε με πάθος Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Βλαντιμίρ Λένιν, Λέων Τρότσκι και Μάο Τσετούνγκ.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στα τέλη του 1950, εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου. Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική Αμερική, στη διάρκεια των οποίων έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον μαρξισμό ενώ στα αρχικά του σχέδια για τη ζωή κυριαρχούσε η ανθρωπιστική, σχεδόν ιεραποστολική, διάθεση να βοηθήσει τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, που μαστίζονταν από τη φτώχεια και τις αρρώστιες της υπανάπτυξης. Ήταν αυτή η αλτρουιστική διάθεση που οδήγησε τα βήματά του στο Περού, όπου πρόσφερε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του σε τοπικό λεπροκομείο, για να ακολουθήσουν ανάλογα ταξίδια στην Κολομβία και τη Βενεζουέλα.
Τα δύο βασικά του γνωρίσματα, που έβρισκαν ήρεμη διέξοδο στην ιατρική, δηλαδή η μέχρι αυτοθυσίας τάση για κοινωνική προσφορά και η αχόρταγη διάθεσή του να γνωρίσει άλλες χώρες και άλλους λαούς, άρχισαν να τον σπρώχνουν σε πιο μαχητικούς δρόμους. Ταξίδεψε σ’ όλη τη Λατινική Αμερική, όπου η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, καθώς οι επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, οι γενικές απεργίες και ο ανταρτοπόλεμος βρίσκονταν διαρκώς στην ημερήσια διάταξη. Συνδέθηκε με αριστερές οργανώσεις στο Περού, τη Βολιβία, τον Ισημερινό, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954 , ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα.
Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός σε κεντρικό νοσοκομείο και ως φωτογράφος, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα. Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό.
Στις αρχές Ιουλίου του 1955,o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των “Moνκαντίστας” και ηγέτης της αποτυχημένης ένοπλης επίθεσης στο στρατόπεδο της Μονκάδα το 1953, και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Φουλχένσιο Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερικήκαι το ενδεχόμενο της οργάνωσης ενός αντάρτικου αγώνα με στόχο την ανατροπή του διεφθαρμένου, φασιστικού καθεστώτος του Μπατίστα. Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο, ο οποίος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.
Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου(Movimiento 26 de Julio, M-26-7), με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών, το βασικό στάδιο της οποίας ξεκίνησε στις αρχές του 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή Αρσάνιο Βαγένας σε ζητήματα εκγύμνασης και αυτοάμυνας, καθώς και του πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο.
Στα απομνημονεύματα του Μπάγιο, πληροφορούμαστε πως ο Γκεβάρα επέδειξε μεγάλη θέληση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αποτελώντας τον καλύτερο μαθητή του. Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε(Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1956 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών ο Φιντέλ Καστρο και ο Τσε Γκεβάρα, ξεκίνησαν με το πλοιάριο Γκράνμα από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ και στις 2 Δεκεμβρίου έφτασαν παράνομα στην παραλία Λας Κολοράδας της Κούβας. Τρεις μέρες αργότερα, η ομάδα έπεσε σε ενέδρα του κυβερνητικού στρατού και αποδεκατίστηκε: μόλις 22 μαχητές διασώθηκαν, μεταξύ των οποίων ο Φιντέλ, ο αδελφός του, Ραούλ, και τραυματισμένος αλλά αποφασισμένος όσο ποτέ, ο Γκεβάρα. Οι αντάρτες κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στην οροσειρά της Sierra Maestra, που έγινε το ορμητήριό τους. Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά, αντιλαμβανόμενος o ίδιος όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την ιατρική συμπαράσταση, και λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητές του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος.
Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Στις μάχες που ακολούθησαν, ο Αργεντινός εντυπωσίασε τον Κάστρο όχι τόσο για το θάρρος και τη δεξιοτεχνία του στην εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, όσο για τα στρατιωτικά του χαρίσματα και το πολιτικό του κριτήριο.
Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού (για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιντέλ Κάστρο ως ανώτερό του. Αυτή την περίοδο έγινε η αποφασιστική μεταμόρφωση του ρομαντικού διανοούμενου Ερνέστο Γκεβάρα σε χαρισματικό “Comandante Che”.
Ο Τσε Γκεβάρα παραιτήθηκε από τη θέση του στην κουβανική κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1965, πιθανότατα λόγω των διαφορών που είχε με τον Κάστρο για την οικονομική και εξωτερική πολιτική της χώρας. Στη συνέχεια εξαφανίστηκε από την Κούβα, ταξίδεψε στην Αφρική και τελικά επανήλθε στη Βολιβία, όπου και σκοτώθηκε. Μετά το θάνατό του, ο Γκεβάρα έγινε σύμβολο αντι-ιμπεριαλισμού και επανάστασης.