Ο Guti γεννήθηκε σε μια εξαιρετικά μουσική και βαθιά θρησκευόμενη καθολική οικογένεια, η οποία περιελάμβανε διευθυντές ορχήστρας, σαξοφονίστες και πιανίστες.
Ο παππούς του και οι θείοι του μετανάστευσαν από τη Ρωσσία μετά τον πόλεμο. Η μητέρα του, εκπαιδευτική σύμβουλος στο επάγγελμα, είναι από την Ουρουγουάη. Τα ζεστά καλοκαίρια που περνούσε στη γειτονική αυτή χώρα, ο Guti ξέκλεβε ώρες στο πιάνο του θείου του προσπαθώντας να παίξει (ξεκίνησε να μαθαίνει μόνος του από τα πέντε). Τελικά, κάποια χρόνια αργότερα η οικογένειά του αναγνώρισε το γεγονός ότι μπορούσε πραγματικά να παίζει πιάνο και όταν έγινε δώδεκα η μητέρα του, του έδωσε το πρώτο jazz σοκ με το να τον προκαλέσει να συμμετάσχει στον δίσκο Night Train του Oscar Peterson.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας, η οικογένειά του κατέφυγε σε διάφορες περιοχές από την Λατινική Αμερική και την Γαλλία μέχρι και πίσω στη Ρωσσία. Σαν παιδί ρουφούσε στην κυριολεξία ποιήματα και μυθιστορήματα του Μπόρχες και του Βάργας Λόσα και ο πατέρας του του τραγουδούσε κουβανέζικα τραγούδια. Έχει φυσικά επιρρεαστεί από την παραδοσιακή μουσική της Αργεντινής, η οποία απ’ότι λέει ο ίδιος είναι απίστευτα περίπλοκη αλλά ταυτόχρονα και απόλυτα απλή.
Ο Guti λατρεύει την περιπέτεια, η ιδέα κάποιας ανακάλυψης είναι κινητήρια δύναμη για αυτόν. Το 2009 τον βρήκε λοιπόν να ταλαντεύεται μεταξύ Βερολίνου, Αθήνας και Παρισιού, αφήνοντας tracks στο διάβα του. Παρόλο που τα σχέδιά του ήταν να μετοικήσει στο Ντισελντορφ το 2010 για να κλειστεί στο στούντιο και να δουλέψει απερίσπαστα πάνω στο Guti techno και house project του, τελικά του είναι αδύνατο να αποχωριστεί το πνεύμα της Λατινικής Αμερικής που ξέρει τόσο καλά.
Ως έφηβος ξεκίνησε να συναναστρέφεται μουσικά με πολύ επιτυχημένες ροκ μπάντες της Αργεντινής όπως οι Black and Blues, Ratones Paranoicos, Viejas Locas and Los Piojos. Σύντομα η δική του μπάντα, οι Jovenes Pordioseros παίζανε μπροστά σε 10,000 άτομα από Πέμπτη μέχρι Σάββατο. Όμως σαν ανήσυχο πνεύμα που είναι δεν αρκέστηκε μόνο σε ένα μουσικό μονοπάτι. Βρήκε το χρόνο να μάθει σάλσα από ένα κουβανό δάσκαλο και ταυτόχρονα να μελετήσει jazz με διάφορους δασκάλους συμπεριλαμβανομένου του διεθνώς αναγνωρισμένου πιανίστα Ernesto Jodos.
Στο στούντιο του λατίνου παραγωγού και κατόχου βραβείου Grammy, Leandro Martinez, ήταν που ο Guti ξεκίνησε να πειραματίζεται με το να φτιάχνει house beats με φωνητικά. Και έχοντας μεγαλώσει μέσα στη μουσική, δε του πήρε και πολύ να παράγει κάμποσα tracks τη μέρα με ελάχιστη προσπάθεια. Πολύ σύντομα έβγαλε ένα hit με τον Damian Schwarz στην Raum…Musik και το κομμάτι τσιμπήθηκε κατευθείαν από τον Loco Dice για τη συλλογή του “The Lab”. Μετά από αυτό ο Guti έσπρωξε αρκετά κομμάτια του προς την κατεύθυνση τουLoco Dice και αυτό ήταν, η καριέρα του στην ηλεκτρονική μουσική είχε αρχίσει.
Μόλις δύο χρόνια μετά τα πρώτα του live sets στην Ευρώπη, η Desolat με υπερηφάνεια παρουσιάζει το “Las Cosas Que No Se Tocan” του Guti. Tα beats ακολουθούν τον Guti από ήπειρο σε ήπειρο. To “Mr Good Vibes” φτιάχτηκε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου ύστερα από μια διαφωνία με κάποιο φίλο του, ενώ τα πολύ δυνατά tracks “Sasa”, “the Hustler” και “Leuuu” επεξεργαζόταν ήδη στο στούντιο του Martinez. Τα υπέροχα φωνητικά των κομματιών “the Hustler” και “Leuuu” έχουν εκτελεστεί από τον Jason Walker, ένα βρετανό τραγουδιστή που ανακάλυψε ο Guti στο Myspace, ενώ το “Sasa” έχει τις φωνητικές πινελιές του ίδιου του Guti. Στο μεταξύ, το κομμάτι “Aguanile” εμπνεύστηκε από μία από τις πιο αγαπημένες μελωδίες του Guti από την παιδική του ηλικία, την οποία και συλλέγει σε όποια μορφή βρεί.