Ένα άρθρο το οποίο παρουσιάζει τόσο την πορεία της αγαπημένης Δέσποινας Βανδή όσο και τη στάση της απέναντι στον Νότη Σφακιανάκη δημοσιεύει η εφημερίδα «Αυγή»! Το άρθρο φέρει την υπογραφή της Αναστασίας Γιάμαλη και σχολιάζει το πως έφτασε μέχρι εδώ η Δέσποινα Βανδή, η οποία ύψωσε το ανάστημα της απέναντι στο φασισμό!
«Ο αντιφασισμός είναι για όλους. Δεν φυτρώνει μόνο στα Εξάρχεια -μπορεί στα Εξάρχεια να ευδοκιμεί περισσότερο- ούτε για να τον εξασκείς πρέπει να φοράς σταράκια και να μπορείς να κάνεις συγκριτική ανάλυση των κινημάτων της Λατινικής Αμερικής (που αν μπορείς καλό είναι, μαγκιά σου!). Πλην όμως ο αντιφασισμός πρέπει να είναι παρών όπου σηκώνει κεφάλι ο φασισμός, με όποιους όρους, υπό οιεσδήποτε συνθήκες και προϋποθέσεις και με ατομικές στάσεις.
Βγήκε ο Σφακιανάκης στην απονομή του “πολυπλατινένιου” του δίσκου και με το γνωστό εμετικό -τα ξέρω όλα και “μας ψεκάζουν” επειδή κρατάμε από τους αρχαίους Έλληνες- υφάκι του, είπε πως «αν κάποιο κόμμα θα μπορούσε να κυβερνήσει σωστά την Ελλάδα, αυτό θα ήταν η Χρυσή Αυγή». Δεν είναι πρώτη φορά, στο παρελθόν έχει χαιρετίσει -από πίστας- ναζιστικά και έχει υποστηρίξει πως οι μετανάστες στα φανάρια «προσβάλλουν την αισθητική του», πως δεν είναι εικόνα αυτή για τη «χώρα του Πλάτωνα, του Σωκράτη και του Ομήρου» και πως η «η Χρυσή Αυγή δεν σπάει κανέναν στο ξύλο.
Σπάνε τους πάγκους σε όποιον δεν έχει άδεια. Μπορεί να πάρουν τα προϊόντα και να τα δώσουν σε φτωχές οικογένειες. Μια χαρά». Ο Σφακιανάκης μεσουράνησε την δεκαετία του ’90 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ήταν για τα κυρίαρχα ΜΜΕ ένας “sui generis” τύπος με “εξεζητημένες” (βλ. αποκριάτικες) ενδυματολογικές επιλογές και μεταφυσικές αναζητήσεις. Ο ίδιος, αφ’ υψηλού πάντα -ένεκα φτωχός που πλούτισε- βρίζει συχνά πυκνά αυτούς που φοροδιαφεύγουν. Προσωπικά -και πολλοί άλλοι μαζί μου- δεν θα βάζαμε το χέρι μας στη φωτιά πως στα μπουζούκια που δούλευε επί δεκαετίες και από τα οποία πλούτισε ο πάλαι ποτέ νεαρός ντι-τζέι από την Κω κόβουν αποδείξεις. Αν βάζουμε το χέρι μας στη φωτιά για κάτι είναι πως σε αυτά τα μέρη γνώρισε και μυήθηκε -παρέα με τους μπράβους, τους πορτιέρηδες, τους παρκαδόρους και όλη τη μαφία της νύχτας- στα εύπεπτα “ιδεώδη” της Χρυσής Αυγής. Φέτος θα συνεργαζόταν με τη Δέσποινα Βανδή, του αυτού φυράματος.
Το “Δεσποινάκι” μεσουράνησε την ίδια περίοδο των παχέων -όχι για όλους- αγελάδων. Έχει κρεμαστεί από το ταβάνι, έχει αναδυθεί από το πάτωμα, έχει παντρευτεί τον Ντέμη Νικολαίδη, ποδοσφαιριστή, έχει κάνει κι αυτή εντυπωσιακές ενδυματολογικές επιλογές, έχει βραβευτεί σε διεθνείς -στημένους από δισκογραφικές- διαγωνισμούς, έχει μιλήσει σε ντοκιμαντέρ μαζί με τον σύζυγο για τα “πολλά λεφτά που βγάζουν” (τότε όχι τώρα) και έχει τραγουδήσει κυρίως τις μουσικές εμπνεύσεις του Φοίβου (όχι του Δεληβοριά). Α! και -σύμφωνα με τα ίδια ΜΜΕ- έχει μια αιώνια κόντρα με την Άννα τη Βίσση. Κονταροχτυπιούνται για τον “θρόνο” της εγχώριας κωστοπουλικής σοουμπίζ που ευτυχώς μας έχει αφήσει χρόνους. Όλο αυτό το πράγμα -αισθητική και ιδεολογία της παραλιακής- προλείανε κατά κάποιον τρόπο την έλευση του φασισμού, αδρανοποίησε τα αντανακλαστικά των ανθρώπων, οικοδόμησε φέικ κοινωνικές και ατομικές ιεραρχήσεις, έστησε ένα λαμέ θερμοκήπιο πολιτισμικής κακογουστιάς και κατρακύλας.
Ο Νότης και η Δέσποινα φέτος θα τραγουδούσαν μαζί. Έκανε ο Νότης τις δηλώσεις ξανά, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη -όσο δύσκολο κι αν του είναι- σαφήνεια υπέρ της Χρυσής Αυγής και η Δέσποινα θύμωσε. Σχήμα τέλος. Στην εξήγηση που έδωσε η ίδια -από facebook- για την αποχώρησή της από το σχήμα έγραψε μεταξύ άλλων για τον Νότη και τη συνεργασία τους:
«Διαφωνούσα κατά καιρούς σε πολλά από αυτά που έλεγε, άλλοτε συμφωνούσα, όσο εξτρεμιστικά και αν εκφραζόταν (Νότης είναι αυτός). Παρά τη διαφορετική άποψη που έχουμε γενικότερα στις σχέσεις, στην ζωή και τη δημοκρατία, θεωρούσα ότι καλλιτεχνικά θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε σε μια μουσική σκηνή” και πρόσθεσε πως ” Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι τα πράγματα που μας χωρίζουν είναι περισσότερα από αυτά που μας ενώνουν. Αποχωρώ με λύπη.” Δεν σταμάτησε εκεί όμως, η Δέσποινα Μαλέα -όπως είναι το πραγματικό της όνομα- γεννημένη στο Τίμπινγκεν της Γερμανίας έκλεισε ως εξής: “Και κάτι τελευταίο… Εμένα οι γονείς μου ήταν μετανάστες… Αυτό”.
Δεν θα αγαπήσουμε ό,τι έχει τραγουδήσει, δεν θα ξεχάσουμε τη λαϊκοπόπ αισθητική και κουλτούρα, αλλά όποιος στον αγώνα κατά του φασισμού ορθώνει το ανάστημά του, γίνεται ένας από μας».
Ο Σταύρος αντιμέτωπος με την αλήθεια!