Η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος βρίθουν παραδειγμάτων έργων που καταγίνονται με το γοητευτικό θέμα της ουτοπίας, για να αποδείξουν ότι όλες τους είναι σχεδόν πάντα καταδικασμένες αργά ή γρήγορα να αλλάξουν πρόθεμα και να μεταλλαχθούν σε δυστοπίες. Μόλις έπεσε στα χέρια μου το πρώτο δελτίο τύπου της παράστασης Αίρεση, που μιλάει για την μεγαλύτερη ομαδική αυτοκτονία της σύγχρονης εποχής, αφενός σοκαρίστηκα που αγνοούσα ένα τέτοιο γεγονός και αφετέρου μου κέντρισε το ενδιαφέρον για το πώς ένα τέτοιο θέμα θα μεταφερθεί στην σκηνή.
O ιερέας Jim Jones είναι αναμφίβολα μια χαρισματική προσωπικότητα και ίσως γι’ αυτό, επικίνδυνη. Από τους πρώτους που πάλεψαν για τα δικαιώματα των μαύρων και μια κοινωνία ισότητας και δικαίου στην Αμερική, συγκέντρωσε γύρω του έναν τεράστιο πυρήνα πιστών, που τον ακολούθησε –μετά τις κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση που τον ανάγκασαν να φύγει από το San Francisco– στα βάθη του Αμαζονίου και στην δημιουργία μιας κλειστής κοινότητας∙ ένα κοινωνικό πείραμα που στην θεωρία πρέσβευε τον λόγο της αγάπης, της ισότητας και της ελευθερίας, στην πράξη όμως οδήγησε στην ομαδική αυτοκτονία 1000 ανθρώπων στην καρδιά της ζούγκλας.
Ο Γιώργος Αγγελόπουλος διεξάγει το δικό του πείραμα, ένα πείραμα θεατρικό∙ με ρίσκο, άποψη και αισθητική, καταφέρνει να καταστήσει ανάγλυφα όλα τα ερωτήματα που προκύπτουν από το θέμα, χωρίς να παίρνει καθαρή θέση σε ένα τοπίο με πολλές γκρίζες ζώνες. Με γοργούς ρυθμούς, κοφτές σκηνές, χρονικά άλματα και flashbacks, η παράσταση συμπυκνώνει την διαδρομή της μάζας που κορυφώνεται σε αφοσίωση και υπακοή, όσο ο ηγέτης ολισθαίνει στον παροξυσμό και την παράνοια. Φωνές διαφορετικές υπάρχουν, αλλά τελικά ποιος βρίσκεται εγγύτερα στο δίκαιο και το ορθό –εάν δεν είναι αφελές, ιδεαλιστικό ή ίσως και αλλαζονικό να εισαγάγουμε αυτούς τους όρους στο παιχνίδι. Όμως, εσείς ξέρετε πολλά παιχνίδια που να τελειώνουν με χίλιους αυτόχειρες;
Η παράσταση φιλοξενείται στο αγαπημένο μας Θέατρο Skrow, με τον εξαιρετικό βράχο στο βάθος του θεάτρου∙ κάθε Δευτέρα και Τρίτη μια ικανότατη ομάδα ηθοποιών, που δεν αφήνουν καθόλου την σκηνή, μας φέρνουν αντιμέτωπους με κάτι που ως γεγονός είναι τερατώδες, ως παράσταση άκρως ενδιαφέρουσα και ως προβληματική κομβική για την προσωπική θέση του καθενός.
Διαβάστε την συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Γιώργος Αγγελόπουλος, σκηνοθέτης και συγγραφέας της παράστασης και περάστε μία βόλτα από το Θέατρο Skrow για να διερευνήσετε τις δικές σας απαντήσεις, σε ένα θέμα που δεν μπορεί να μην μας αφορά.
Καταρχήν, θα ήθελα να σε ρωτήσω τι περιεχόμενο δίνεις εσύ στην έννοια αίρεση. Έχει ανάγκη η ιστορία από αιρετικούς;
Ο αιρετικός είναι εκείνος που παρεκκλίνει από την κατεστημένη αντίληψη. Και, όπως φαίνεται, έτσι προχωράνε τα πράγματα στην ιστορία. Ο όρος δεν είναι απαραίτητα θετικός. Πριν φανεί η εξέλιξη της ιστορίας δεν μπορούμε πάντα να ξέρουμε αν κάποιος ήταν αιρετικός ή ηλίθιος. Και, φυσικά, ο αιρετικός κάθε εποχής είναι, νομοτελειακά, ο συντηρητικός της επόμενης.
Η παράσταση βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Τι πηγές είχες στην διάθεσή σου και σε τι βαθμό έχει παρεισφρήσει το μυθοπλαστικό στοιχείο στο έργο;
Υπάρχει πολύ υλικό στο διαδίκτυο, παντού. Συγκεκριμένα, υπάρχει μια ιστοσελίδα που έχει φτιαχτεί ακριβώς για να μελετηθεί το γεγονός αυτό και, πραγματικά, ο όγκος του υλικού που χρειάστηκε να μελετηθεί για να καταλήξω στο κείμενο ήταν πολύ μεγάλος. Εκεί βρήκα τα αυθεντικά ντοκουμέντα που άφησαν οι κάτοικοι της Jonestown από την ομιλία του γερουσιαστή που τους επισκέφθηκε, μέχρι την τελευταία συνέλευση των κατοίκων που αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν. Υπάρχουν κομμάτια που μπήκαν αυτούσια στο έργο. Φυσικά, χρειάστηκε και μια μυθοπλάσια εμπνεόμενη από πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις, ώστε να δοθούν οι προβληματισμοί που μου γέννησε το γεγονός καθ’ εαυτό.
Τι σε γοήτευσε και σε παρακίνησε στο να δραματοποιήσεις την συγκεκριμένη ιστορία;
Είναι μια ιστορία που είχα πρωτοσυναντήσει πριν χρόνια, σε ένα σεμινάριο που έκανα στην Πάτρα. Είχα ζητήσει να φέρουν μια ιστορία πάνω στην οποία θα τους ενδιέφερε να εφαρμόσουμε τις μεθόδους επινόησης μιας παράστασης και μια μαθήτρια έφερε αυτό το περιστατικό. Εκεί μας αποκαλύφθηκε η κυριαρχική προσωπικότητα του Jim Jones αλλά και η ανάγκη των πιστών του να έχουν έναν τέτοιον ηγέτη-πατέρα. Μάλιστα, σε κάποια πρόβα υπήρχε αντίδραση από την ίδια την κοπέλα που είχε φέρει την ιστορία στο κατά πόσο θα μπορούσε και η ίδια να ακολουθήσει μια πορεία όπως οι πιστοί του Jones. Και για μένα αυτός είναι και ο σοβαρότερος προβληματισμός: τι διαφοροποιεί έναν ακόλουθο του Jim Jones από εμένα; Υπάρχει διαφορά στις συνθήκες, στην προσωπικότητα, στην ιδεολογία καθ’ εαυτήν, σε τι; Τώρα που το ξαναδούλεψα σε μεγαλύτερο βάθος, είδα και άλλα θέματα που με παρακίνησαν περισσότερο, όπως η σύγκρουση ασφάλειας-ελευθερίας ή το πώς κάποιος εθελοντικά μπορεί να ζήσει σε μια συνθήκη εγκλεισμού και απομόνωσης ή το πώς αυθόρμητα μπορεί μια κοινότητα να καταφύγει στον πανικό ή την βία.
Κάποιος μπορεί να χαρακτήριζε αντιθεατρικό το θέμα. Εξαιρετικό, αλλά πολύ πιο κινηματογραφικό σε ένα πρώτο επίπεδο. Σε φόβισε αυτό καθόλου σαν σκέψη πρωτού αποφασίσεις να ξεκινήσεις το εγχείρημα;
Όντως, ο τρόπος αφήγησης που χρησιμοποιήσαμε είναι κινηματογραφικός. Έχει γρήγορες εναλλαγές σκηνών, σκοτεινές ατμόσφαιρες, έντονο κοντράστ στην εικόνα και υποκριτικά είναι πιο κοντά στο ρεαλισμό. Ακόμα και τα ηχητικά εφέ που κάνουν οι ηθοποιοί, από τον κινηματογράφο είναι δανεισμένα. Ευτυχώς, το θέατρο είναι μια τέχνη που μπορεί να αναπαραστήσει τα πάντα μέσα στην φαντασία του θεατή. Αν κάποιος πει «Είμαι πιλότος» ακόμα και εάν είναι καθισμένος σε μία καρέκλα στην μέση μιας άδειας σκηνής, ο θεατής με λίγη βοήθεια θα φανταστεί και την στολή και το αεροπλάνο, ακόμα και τους κραδασμούς. Και το κοινό ξέρει να το κάνει αυτό και, όντως, είναι σαν να βλέπει μια ταινία μπροστά του.
Κομβική είναι η έννοια της ελευθερίας. Στο έργο παραμένει λιγάκι αναπάντητο το κατά πόσο δρούσαν ελεύθερα οι ακόλουθοι του Jim Jones. Η προσωπική σου αίσθηση ποια είναι;
Το σίγουρο είναι ότι, όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί, πίστευαν ότι η κοινότητα αυτή ήταν το καλύτερο πράγμα που είχε συμβεί στη ζωή τους. Και μέσα στην ζούγκλα ένιωθαν πιο ελεύθεροι από ότι ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες θεωρούσαν μια αμαρτωλή κοινωνία ανισότητας και αδικίας που τους είχε στερήσει την αξιοπρέπειά τους. Κάποιοι που θα αμφέβαλλαν για διάφορα, δεν αποκλείεται να πίστεψαν ότι αυτή η θυσία αξίζει χάριν του απώτερου σκοπού τους, άλλοι πιθανώς δέχτηκαν την κοινότητα και τα προστάγματα του Jones από τον φόβο της απομόνωσης και της μοναξιάς. Όλοι τους, λίγο ή πολύ, πίστευαν πως είναι ελεύθεροι και χάριν αυτής της ελευθερίας πέθαναν. Ήταν ο δικός τους τρόπος να πουν «ελευθερία ή θάνατος», όσο περίεργο και αν μας φαίνεται. Νομίζω πως η προσωπική μου θέση βρίσκεται πιο κοντά σ’ αυτό που λέει ένας από τους επινοημένους χαρακτήρες του έργου γι’αυτούς: «Δε συμφωνώ με τις πρακτικές και τις πεποιθήσεις αυτών των ανθρώπων αλλά, είναι ελεύθεροι να ζουν όπως τους αρέσει.»
Σε μία περίπτωση «πλύσης εγκεφάλου» ή άσκησης ψυχοδιανοητικής βίας, πιστεύεις πως οι άνθρωποι συναινούν να εκχωρήσουν το δικαίωμα της επιλογής ή όλο αυτό έρχεται λιγάκι έξωθεν;
Το νόημα μιας τέτοιας διαδικασίας είναι ακριβώς να νομίσει το θύμα ότι όλα γίνονται με τη συναίνεσή του. Άρα από την οπτική του θύματος, συναινεί. Αλλά υπάρχει μια πολύ σκοτεινή περιοχή γύρω από το τι νομίζει ο καθένας ότι είναι καλό για τον ίδιο και ακριβώς αυτό είναι το θέμα που αγγίζει το έργο. Αν ένας άνθρωπος θέλει να ζει στην μέση της ζούγκλας ορίζοντας την ζωή του με βάση τις οδηγίες ενός ηγέτη-πατέρα, ποιοι ήμαστε εμείς που θα του το απαγορεύσουμε; Τώρα που ξέρουμε ότι αυτοκτόνησαν χίλιοι άνθρωποι λέμε ότι κάποιος έπρεπε να το προλάβει αυτό. Και αν πάμε έτσι, τότε για να προστατεύσουμε κάποιον που δεν το ζητάει, πού μπαίνει το όριο μιας τέτοιας παρέμβασης; Στη Γαλλία για να νιώσουν οι μουσουλμάνες ελεύθερες γυναίκες τους απαγόρευσαν να φοράνε δημοσίως το νικάμπ. Για το καλό τους. Υπάρχουν χώρες που απαγορεύεται η ομοφυλοφιλία. Παλαιότερα στην Ελλάδα έκλειναν ανθρώπους στα ξερονήσια, προκειμένου να τους σωφρωνίσουν γιατί τους είχε, υποτίθεται, παρασύρει ο κομμουνισμός. Άρα, το πρόβλημα είναι τεράστιο και δυσεπίλυτο και η παράσταση το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να το θίξει, έτσι ώστε ο θεατής να δει ποια θέση θέλει να πάρει απέναντί του.
Ακολουθήσατε μία τελείως μινιμαλιστική προσέγγιση στην σκηνογραφία και τους φωτισμούς. Το Θέατρο Skrow είναι από μόνο του ένα εξαιρετικό φυσικό σκηνικό. Το είχατε κατά νου όταν δουλεύατε την παράσταση;
Η λιτότητα των μέσων είναι ο βασικός παράγοντας που επιτρέπει στην παράσταση να είναι κινηματογραφική ως προς την αφήγηση. Οι φωτισμοί με τους φακούς ήταν κάτι που είχα πρωτοκάνει με τους μαθητές μου τότε στην Πάτρα και τώρα το επανέλαβα γιατί προσέφερε μια ωραία σκοτεινή ατμόσφαιρα στην παράσταση, ταιριαστή με το σκοτάδι της ιστορίας που παίζουμε. Επικυρώνει και την άποψή μου ότι ο ηθοποιός είναι ο βασικός συντελεστής του θεάτρου. Ειδικά οι εφτά ηθοποιοί που δουλεύουν στην «Αίρεση» είναι πολυεργαλεία που παίζουν, φωτίζουν και παράγουν κάθε ήχο που ακούτε στην παράσταση. Τώρα, η αλήθεια είναι, ότι μπορώ να φανταστώ αυτόν τον τρόπο φωτισμού να ταιριάζει σε τραγωδίες ή κάποια έργα του Σαίξπηρ κι ελπίζω κάποια στιγμή να το δοκιμάσω. Η παράσταση δουλεύτηκε με σκοπό να μπορεί να παρουσιαστεί σε ένα οποιοδήποτε θέατρο με σκηνή black box ή ακόμα και σε μια αίθουσα σχολείου, αν περιόδευε. Όταν βρέθηκε το Skrow με αυτόν τον υπέροχο βράχο στο βάθος, αυτό που είχαμε στο μυαλό μας απογειώθηκε. Πιστεύω ότι η παράσταση ταίριαξε με απόλυτα τον χώρο.
Λιάνα Μεσάικου
H παράσταση “Η Αίρεση” παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Θέατρο Skrow, Αρχελάου 5 Παγκράτι, 210 7235842.
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Γιώργος Αγγελόπουλος
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαριάννα Βαρβιάνη, Αντώνης Γκρίτσης, Νόρα Δημόπουλου, Εύη Δόβελου, Θεοδόσης Κώνστας, Ιωάννα Λέκκα, Βαγγέλης Ιεζεκιήλ Παπάς
Έως τις 18 Φεβρουαρίου