Χειμώνας 2002 και μια μεγάλη παρέα φοιτητών, που γνωριστήκαμε στην θεατρική ομάδα του Παντείου, δίναμε ραντεβού στην πλατεία Βικτωρίας˙ θα βλέπαμε την Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου του Edward Albee και τρεις ιστορίες του Edgar Allan Poe σε μία παράσταση που έπαιζαν δύο φίλοι. Ο ένας από αυτούς ήταν ο Θάνος Τοκάκης. Έκτοτε έχω δει αρκετές –έως πολλές– παραστάσεις (στην Ελλάδα και το Λονδίνο) και λίγες, ελάχιστες μου άφησαν τόσο δυνατό αποτύπωμα όσο η ερμηνεία του Θάνου στον ρόλο του Τζέρυ, στο εξαιρετικό μονόπρακτο του Albee.
Κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν για να γίνουν ηθοποιοί, για την εγωιστική ικανοποίηση των υπολοίπων ημών, που πηγαίνουμε σε παραστάσεις με την ελπίδα πως ίσως, σε μία από αυτές, για μία έστω απειροελάχιστη στιγμή, θα μας αποκαλυφθεί η δύναμη και το μεγαλείο της θεατρικής τέχνης και θα καταφέρουμε να συναντηθούμε με έναν κόσμο έξω από τον δικό μας.
Σε εκείνη την ερασιτεχνική παράσταση, ένοιωσα για πρώτη φορά την μαγεία και την δυναμική μιας τέχνης, που στις υψηλές της στιγμές, σε υπερβαίνει. Και παρακολουθώντας τον μονόλογο του Θάνου ως Τζέρυ, αισθάνθηκα να επενεργούν στην σκηνή δυνάμεις υπερβατικές, σαν ο ηθοποιός να άνοιγε μπροστά μας μία άλλη διάσταση. Ίσως γι’ αυτό μου έμεινε αξέχαστη. Δεν το έχω αισθανθεί πολλές φορές από τότε. Όταν όμως συμβεί, είναι ό,τι ωραιότερο μπορείς να βιώσεις ως θεατής.
Και όλα αυτά, πριν καν ο Θάνος μπει στο Εθνικό και αρχίσει –στην συνέχεια– να δουλεύει με μερικούς από τους πιο σπουδαίους σκηνοθέτες, διαγράφοντας μία αξιοθαύμαστη καλλιτεχνική πορεία, υψηλής αισθητικής και αξιέπαινου σκηνικού ήθους. Κομβική συνάντηση στην επαγγελματική του διαδρομή, η γνωριμία του με τον Θωμά Μοσχόπουλο και μία σταθερή συνεργασία που μας έχει χαρίσει μερικές από τις πιο σημαντικές παραστάσεις των τελευταίων χρόνων.
Κάθε φορά που βλέπω τον Θάνο στην σκηνή, θυμάμαι γιατί αγαπάω το θέατρο. Το να πω ότι είναι απλά ταλαντούχος, (όσα επίθετα και να παραθέσω δίπλα στον χαρακτηρισμό), είναι λίγο. Και, πιστέψτε με, η προσωπική γνωριμία διόλου δεν θολώνει την αντικειμενικότητα˙ απλώς μεγαλώνει την συγκίνηση και την χαρά του να βλέπεις την εξέλιξη ενός προσφιλούς σου προσώπου, που όσο ωριμάζει, αυξάνεται κάθε φορά και η σκηνική του τόλμη και γενναιοδωρία.
Με τον Θάνο συναντηθήκαμε με αφορμή την παράσταση Mistero Buffo του Dario Fo από την ομάδα Επτάρχεια, μία παράσταση που οφείλετε στον εαυτό σας να παρακολουθήσετε, για να δείτε πώς μοιάζει το θέατρο στις υψηλές στιγμές του. Τον ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο του και –ακόμα περισσότερο– για μία ακόμη ερμηνεία που έχει ήδη κλειδώσει ανάμεσα στις προσωπικές μου αγαπημένες. Μην τον χάσετε!
Πριν ακόμα μπεις στην σχολή, είχες μεγάλη θητεία στο ερασιτεχνικό θέατρο. Όταν μπήκες στο Εθνικό, αισθάνθηκες πως είχες αναπτύξει ίσως συνήθειες που έπρεπε να «αποτινάξεις»;
Ναι! Το ερασιτεχνικό θέατρο βέβαια κάνει και καλό και κακό. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι σε σχέση με κάποιους που δεν είχαν κάνει τόσο πολύ ερασιτεχνικό, εγώ είχα μία καλύτερη σχέση με την σκηνή. Δηλαδή, χωρίς να γνωρίζω, από ένστικτο ήξερα ότι για παράδειγμα αυτήν την στιγμή «γέρνει» η σκηνή δεξιά και άρα πρέπει να κινηθώ. Αυτό ήταν το θετικό, αλλά όλο το υπόλοιπο άφησε κατάλοιπα. Το ερασιτεχνικό θέατρο φαίνεται, γιατί δεν έχεις μπει σε διαδικασία να κάνεις αληθινά κάτι. Μπαίνεις στην διαδικασία να το «παίξεις». Έπρεπε λοιπόν, πρώτα να φύγει αυτό και μετά να ξεκινήσω να μάθω την πραγματική τεχνική του θεάτρου.
Σε έχω δει και σε δραματικές δουλειές αλλά και σε κωμωδίες και σε έχω απολαύσει και στα δύο εξίσου. (Δεν είναι πολλοί οι ηθοποιοί με αυτό το χάρισμα.) Πού αισθάνεσαι περισσότερο πως βρίσκεσαι στον φυσικό σου χώρο;
Αυτό είναι λίγο περίεργο, γιατί προσωπικά πιστεύω πως όλα τα πράγματα οφείλουν να έχουν και χιούμορ μέσα τους ακόμα και τα πιο δραματικά, όπως επίσης και τα πιο κωμικά οφείλουν να έχουν μια δραματικότητα. Αλλιώς τα πράγματα γίνονται αναίμακτα και χάνουν λίγο το νόημα. Ίσως αυτήν την στιγμή το κωμικό κομμάτι είναι αυτό που με κάνει να νοιώθω καλύτερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το απολαμβάνω περισσότερο. Απλώς νομίζω πως στο δράμα πρέπει να μπω πιο πολύ μέσα με το κεφάλι για να καταλάβω τι είναι αυτό που μου αρέσει˙ έχω την αίσθηση πως δεν έχω μπει ακόμα πολύ.
Το Mistero Buffo είναι μία περίπτωση «καθαρού θεάτρου», παράσταση που πατάει ολόκληρη πάνω στο κείμενο και τον ηθοποιό.
Αυτό ήταν μια επιλογή του Θωμά (σσ Μοσχόπουλου, που μετέφρασε και σκηνοθέτησε το έργο), πολύ επιτυχημένη μάλιστα κατά την γνώμη μου. Στο εξωτερικό έχει ανέβει και διαφορετικά: για παράδειγμα, σε ένα ανέβασμα, θυμάμαι, υπήρχαν κάτι σταυροί που κατέβαιναν και άγγελοι εμφανίζονταν πίσω, ένα θέαμα αρκετά εικαστικό. Κάτι που δεν ταιριάζει ούτε στην δική μας προσωπική κατάσταση (της ομάδας), ούτε και στην ευρύτερη κοινωνική. Ξέρεις γιατί πιστεύω πως έχει κερδίσει αυτή η παράσταση; Αυτό που συμβαίνει συνήθως στο θέατρο είναι ότι χάνεται η ισοτιμία, δηλαδή ο ηθοποιός γίνεται συχνά ανώτερος από το κοινό. Και αυτό είναι καμιά φορά που σε κάνει να λες «πωπω, είναι καλός, αλλά δεν ξέρω γιατί κάτι δεν μου πάει». Είναι η στιγμή που ο ηθοποιός λέει «το ‘χω» και γίνεται διδακτικός, ίσως και λιγάκι αλλαζονικός. Γιατί είναι πολύ εύκολο να συμβεί αυτό όταν είσαι πάνω στην σκηνή. Το Mistero Buffo έχει ισοτιμία. Εκείνη την στιγμή είμαστε ίσοι. Σου μιλάω και σου μεταφέρω κάτι, σαν να σου λέω ένα ανέκδοτο.
Το Mistero Buffo αποτελείται κανονικά από 16 κείμενα. Πώς διαλέξατε τα κείμενα που παρουσιάζετε; Νομίζω αλλάζετε κιόλας.
Όντως. Τα 4-5 είναι βασικά και παίζουμε συνήθως 6-7 σκηνές. Έχει πλάκα, πριν από την παράσταση συζητάμε, να παίξουμε αυτό ή το άλλο. Το καταπληκτικό που συνέβη είναι ότι όταν μας έστειλε ο Θωμάς με email τα κείμενα, μας ζήτησε να επιλέξουμε το πρώτο κομμάτι που θα θέλαμε να κάνουμε ιδανικά και αυτό που επιλέξαμε ήταν και αυτό που κάναμε. Κανένας δεν συνέπεσε με κανέναν! Η δική μου σκηνή μου θύμισε κάτι από το χιούμορ των Monty Python όταν την διάβασα. Γι’ αυτό την διάλεξα, έχει μια τέτοια ποιότητα.
Η δική σου είναι από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές γιατί αλλάζεις χαρακτήρες ανά δευτερόλεπτο. Σε μας φαίνεται μια πολύ φρέσκια ερμηνεία, αλλά καταλαβαίνει κανείς πως από πίσω έχει γίνει φοβερή μελέτη και δουλειά. Μετά από τόσες παραστάσεις, υπάρχει περιθώριο για να γεννηθεί κάτι νέο στην σκηνή;
Πρέπει εσύ να είσαι ανοιχτός, όπως και σε κάθε παράσταση εξάλλου. Βέβαια, είναι πολύ πιο στενά τα όρια αυτοσχεδιασμού επί σκηνής, αλλά μου έχουν βγει πράγματα όσο παίζω και εξακολουθούν να μου βγαίνουν. Αρκεί να είσαι ανοιχτός, αυτό είναι το πιο βασικό κομμάτι. Υπάρχει μία παρτιτούρα που έρχομαι να παίξω, αλλά δεν πρέπει να σκέφτομαι πώς το έκανα χθες ή πώς θα βγάλει γέλιο. Πρέπει να είμαι διαθέσιμος να ξεκινήσω και να χτίσω μία καινούρια σχέση από την αρχή. Εξαρτάται και από το κοινό πολλές φορές. Δηλαδή άλλες φορές μπορεί να το κάνω πιο αργά, άλλες να επιταχύνω, να δω αν τραβάει κάτι, ανάλογα με την ηλικία για παράδειγμα του κοινού μπορεί ο κόσμος να γελάσει με διαφορετικά αστεία, επομένως δεν ξέρεις από πριν τι θα πλασάρεις πιο πολύ.
Σήμερα, με όλα όσα συμβαίνουν και υφιστάμεθα καθημερινά, ποιος πιστεύεις πως πρέπει να είναι ο ρόλος του θεάτρου απέναντι στον θεατή;
Έλα ντε! Θα σου απαντήσω σε σχέση με το Mistero Buffo. Το επίτευγμα της παράστασης ήταν ότι είχε ο Θωμάς την ιδέα να κάνουμε λαϊκό θέατρο. Με την έννοια του λαϊκού, όχι του λαϊκίστικου. Για παράδειγμα, θέσαμε το ερώτημα, λαϊκός είναι ο Τσιτσάνης, μπορεί να τον ακούσει ο οποιοσδήποτε˙ και ο λίγο πιο «ψαγμένος» και η γιαγιά μου. Κατ’ αντιστοιχία, θεωρώ ότι αυτήν την παράσταση μπορεί να την δει και κάποιος που θα διαβάσει και τα άλλα επίπεδα κάτω από την πρώτη ανάγνωση του κειμένου, αλλά και κάποιος μη εκπαιδευμένος θεατής, που θα του αρέσει γιατί θα περάσει καλά. Από εκεί και πέρα, όποιος θέλει να έχει περισσότερες προσλαμβάνουσες και να διερευνήσει περισσότερα ερωτήματα μέσα από την τέχνη –που οφείλει να θέτει ερωτήματα–, θα το κάνει. Αλλά όχι με το ζόρι. Σκέψου τις ταινίες του Κουροσάβα για παράδειγμα. Μπορεί να τις δει ο καθένας γιατί διηγούνται μια ωραία ιστορία. Αλλά από κάτω; Εγώ δεν πιστεύω ότι η Τέχνη μπορεί να κάνει –σε κάποιον που δεν ξέρει– μια τεράστια αλλαγή. Απλά μπορεί να σου βάλει ένα σκουληκάκι. Και μόνο ένα μικρό τέτοιο σκουληκάκι να σου βάλει, είναι πετυχημένη μια παράσταση. Σε έναν που χρωστάει, που δεν έχει δουλειά, δεν μπορείς να του πεις πως «η τέχνη θα σου αλλάξει την ζωή». Θα σου πει «χέστηκα».
Εσύ δηλαδή, πώς θα ήθελες να κάνεις να αισθανθεί ένας θεατής;
Οι θεατές είναι κοινό σαρκοφάγο. (Δεν είναι δική μου φράση αυτή). Θέλουν να βλέπουν τον ηθοποιό επάνω στην σκηνή να υποφέρει. Όχι να πονάει, αλλά να πασχίζει για κάτι. Το ότι βλέπεις εμένα να κάνω αυτόν τον μονόλογο και να έχω την αγωνία να κρατήσω τον ρυθμό, αυτό αρέσει. Σε μία μικρή ομάδα όπως είναι η δική μας, προσπαθούμε να κάνουμε κάτι. Αν γίνει, έγινε. Αλλά δεν πιστεύω πως μπορεί αυτό να σου αλλάξει την ζωή. Το γεγονός πως την άλλη μέρα ή μετά από μια βδομάδα την σκέφτεσαι μια παράσταση ή μια ταινία, αυτό είναι σημαντικό. Αλλά θα το σκεφτείς πόσο; Δέκα δευτερόλεπτα; Αυτό που δίνεις στον θεατή είναι να είσαι εκείνη την στιγμή απολύτως ξεγυμνωμένος συναισθηματικά. Και αυτό το αισθάνεται ο άλλος και νομίζω το χαίρεται.
Έχουν όμως και ένα άλλο επίπεδο τα κείμενα του Dario Fo.
Μα μόνο να σκεφτείς ότι ο Dario Fo είναι ένας αριστερός που τον έχει διαγράψει το κομμουνιστικό κόμμα της Ιταλίας, τον έχουν διώξει από το σωματείο των ηθοποιών και πλέον θεώρησε τον εαυτό του γελωτοποιό, καταλαβαίνεις… Είναι πολιτικά τα κείμενα του. Όμως δεν τον νοιάζει να περάσει την κομμουνιστική ιδεά, να κάνει ένα μανιφέστο. Πήρε –όπως και οι γελωτοποιοί τον Μεσαίωνα– την ιστορία του Χριστού αλλιώς ειδωμένη και πέρασε ένα πολιτικό μήνυμα. Είναι κείμενα στα οποία εκμεταλλεύεται την έλλειψη χιούμορ της εκκλησίας. Είναι σαν να λέει «για δες και λίγο έτσι το θαύμα». Και όχι μόνο το χιούμορ, αλλά φωτίζει την ανθρώπινη στιγμή. Γι’ αυτό γελάει ο κόσμος. Γιατί αναγνωρίζει πράγματα προσωπικά και καταστάσεις που μέχρι τότε φαίνονταν σαν να είναι σε άλλο επίπεδο. Τα κάνει πλέον ανθρώπινα. Και σκέψου εξάλλου πως στα μεσαιωνικά χρόνια τα πολιτικά μηνύματα έπρεπε να είναι καλύτερα κρυμμένα. Υπήρχε λογοκρισία και η σάτιρα έπρεπε να είναι σε πολύ λεπτά όρια. Γιατί έπρεπε να κάνει σάτιρα ο γελωτοποιός ακόμα και για τον ίδιο τον βασιλιά, όμως κινδύνευε η ζωή του.
Το καταπληκτικό είναι πως τα κείμενα, ενώ αναδεικνύουν την έλλειψη χιούμορ της εκκλησίας -όπως λες- δεν είναι καθόλου βλάσφημα.
Στην παράσταση έχουν έρθει άνθρωποι της εκκλησίας και την έχουν βρει θεάρεστη. Έχουν έρθει και αναρχικοί, αλλά έχουν έρθει και παπάδες. Για παράδειγμα είχε έρθει μόλις πρωτοξεκινήσαμε ένας ιερέας –εμείς τρομάξαμε γιατί δεν ξέραμε τι να περιμένουμε–, ο οποίος έφερε στην συνέχεια την ενορία του, καθίσαμε και κάναμε και κουβέντα μαζί τους και μας εγραψε και ένα κείμενο «Όταν η εκκλησία έχει χιούμορ». Πιστεύω πως το κείμενο έχει κάτι βαθιά πνευματικό χωρίς να γίνεται εκκλησιαστικό και φυσικά, τα πολιτικά μηνύματα είναι εκεί για όποιον είναι διατεθιμένος να “σκάψει” λίγο παραπάνω.
Σε μερικά επαγγέλματα η μελέτη δεν τελειώνει ποτέ. Για παράδειγμα, οι γιατροί, οι επιστήμονες διαβάζουν διαρκώς για να είναι ενήμεροι με τις τρέχουσες εξελίξεις στον τομέα τους. Η μετέπειτα μελέτη στην ζωή ενός ηθοποιού σε τι συνίσταται;
Προσωπικά πιστεύω πως πρέπει συνέχεια να βλέπεις παραστάσεις˙ να παρακολουθείς τις διαφορετικές τάσεις, να δεις πού πηγαίνει το πράγμα. Και στην Ελλάδα, αλλά αν μπορείς και στην Ευρώπη. Και πρέπει να είσαι ανοιχτός να προχωρήσεις σαν ηθοποιός. Βέβαια, αυτό σου το λέω τώρα. Μπορεί σε δέκα χρόνια, -αν είμαστε καλά–, να σου πω κάτι άλλο.
Από τις παραστάσεις που βλέπεις, διακρίνεις να σχηματίζεται μια νέα θεατρική τάση (όπως για παράδειγμα η κινηματογραφική του Weird Greek wave);
Αυτό που βλέπω είναι ότι υπάρχει πλέον, -υπήρχε χρόνια, αλλά τώρα είναι πιο ορατή από ποτέ–, η άμεση απεύθυνση στο κοινό. Αυτήν την στιγμή στην Ευρώπη το κέντρο του θεάτρου είναι το Βερολίνο. Ακόμα και στην Αγγλία, οι παραστάσεις έχουν γίνει πια λιγάκι τουριστικές. Δεν βρίσκεις συχνά σπουδαίες σκηνοθετικά παραστάσεις. Προσωπικά, αγαπώ τους σκηνοθέτες που μπορούν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα. Για παράδειγμα ο Χουβαρδάς είναι πολύ καλός στο να χτίζει ατμόσφαιρες, ο Βογιατζής ήταν μοναδικός σε αυτό, η Γκόλφω του Καραθάνου ήταν εξαιρετική.
Στα χρόνια της μαθητείας σου ή και στην συνέχεια πάνω στην δουλειά, έχεις λάβει κάποια συμβουλή που να θεωρείς πολύτιμη;
Έχω ακούσει πολλά, τι να πρωτοθυμηθώ; Με τον Λευτέρη (σσ Βογιατζή) κάθε μέρα ήταν και ατάκα. Μία συμβουλή που μου είχε δώσει ο Λιγνάδης στην σχολή είναι ότι οφείλει αυτό το πράγμα να είναι και λίγο βρώμικο. Μια προτροπή, που τώρα την καταλαβαίνω καλύτερα, να αποκτήσεις και λίγο «κωλοπαιδισμό» πάνω στην σκηνή. Χρειάζεται δηλαδή ένα άλλου είδους θάρρος πάνω στο σανίδι, ένας κάπως «τσογλανισμός». Όχι απέναντι στους συναδέρφους σου ή το κοινό. Χρειάζεται μια προσωπική υπέρβαση˙ απέναντι στο σκηνικό σου θάρρος. Να γίνει λίγο πιο βρώμικο όλο αυτό. Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω ακριβώς. Και εγώ το έχω περισσότερο σαν αίσθηση.
Λιάνα Μεσάικου
Η παράσταση Mistero Buffo του Dario Fo παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Θησείον από την ομάδα Επτάρχεια. Συμμετέχουν οι ηθοποιοί: Άννα Καλαϊτζίδου, Άννα Μάσχα, Κώστας Μπερικόπουλος, Αργύρης Ξάφης, Θάνος Τοκάκης, Γιώργος Χρυσοστόμου. Τις Τρίτες συμμετέχει και ο Μανώλης Μαυροματάκης. Η παράσταση θα παρουσιάζεται μέχρι τις 5 Ιανουαρίου και πραγματικά, αν δείτε μόνο μία παράσταση μέσα στον επόμενο μήνα, ας είναι αυτήν. Στο Θησείον – Ένα θέατρο για τις τέχνες, Τουρναβίτου 7, 210 3255444, Τρίτη 21.00, Τετάρτη 21.00, Σάββατο 19.00, Κυριακή 19.00 έως τις 5/01/2014.
Τον Ιανουάριο ο Θάνος θα ξεκινήσει πρόβες για την παράσταση “Ρόλος Μεφίστο” που θα παρουσιαστεί στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Ένας ρόλος πρόκληση σε ένα έργο εμβληματικό, που ανυπομονούμε να τον θαυμάσουμε.