Υπόθεση: Φανταστείτε μια πόλη όπου οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, χωρίς καμία διάθεση για ζωή και η μόνη επιχείρηση που ανθίζει είναι ένα κατάστημα που πουλά απαραίτητο εξοπλισμό για μια σωστή αυτοκτονία. Αυτό είναι το μαγαζί της οικογένειας Τουβάς , το οποίο κρατά την παράδοση από το 1854.
Η επιχείρηση του Μισιμά, της Λουκρητίας και των παιδιών τους, που για ολόκληρες γενιές πουλούσε δηλητήρια, σχοινιά για κρέμασμα και διάφορες παγίδες, πήγαινε θαυμάσια, ώσπου ξαφνικά γεννιέται ο μικρότερος γιος του ιδιοκτήτη, ο Αλάν. Ένα παιδί, το οποίο είναι εκ γενετής χαρούμενο και αισιόδοξο και κάνει όλους τους πελάτες να χαμογελούν. Τι θα απογίνει όμως η μπουτίκ τώρα που ο μικρός Αλάν κάνει τους πάντες να αισθάνονται καλύτερα; Παρά τα ελαττώματα της, ο σκηνοθέτης αγαπά πολύ την οικογένεια Τουβάς. «Αν αυτό το ζευγάρι δεν είχε αδυναμίες και δεν έκανε λάθη, θα ήταν αντιπαθητικό. Εκείνος, είναι το αφεντικό, ο οποίος κάνει τα πάντα για να εξυπηρετεί τους πελάτες του, τους βοηθά να θέσουν ένα τέλος στις ανησυχίες τους. Εκείνη δουλεύει υπομονετικά με αποτελεσματικότητα και αδιαμφισβήτητα θα έκανε τέλεια τη δουλειά της αν δούλευε σε γραφείο κηδειών. Ο Βανσέν, ο μεγαλύτερος γιος, σχεδιάζει να δημιουργήσει ένα πάρκο ψυχαγωγίας με θέμα την αυτοκτονία. Η αδελφή του, η Μαρλίν, που σκέφτεται ότι είναι άσχημη και άχρηστη, θέλει να τερματίσει τη ζωή της, αλλά οι γονείς της συνεχώς της υπενθυμίζουν ότι: «κανένα μέλος της οικογένειας Τουβάς δεν μπορεί να αυτοκτονήσει, αλλιώς το μαγαζί θα μείνει χωρίς αφεντικά.» Ο Αλάν, ο μικρότερος γιος της οικογένειας θα γεννηθεί με ένα “φρικτό” ελάττωμα: αγαπά τη ζωή. Όπως αντιλαμβάνεστε είναι η ντροπή της οικογένειας, καθώς διασκεδάζει όλους τους πελάτες και τους κάνει να αλλάζουν στο τέλος γνώμη.»
Σκηνοθεσία: Πατρίς Λεκόντ