Διαβάστε παρακάτω ολόκληρο το συγκλονιστικό άρθρο της Κατερίνας Δήμα όπως δημοσιεύεται στο kollectnews!
Αξία; Ανεκτίμητης σαπίλας.
Θυμάμαι σαν σήμερα εκείνη την άθλια μέρα που είχα ξεκινήσει για την συγκέντρωση στο Περιστέρι, για το θάνατο του Θανάση Καναούτη, που από την εγκληματική πίεση που του ασκήθηκε για ένα ψωροεισιτήριο του 1.20 πήδηξε απ’ το λεωφορείο και σκοτώθηκε. Ένα δεκαοκτάχρονο παιδί νεκρό για 1 ευρώ. Επειδή τον τραμπούκισε χυδαία ο ελεγκτής.
Θυμάμαι την ώρα που πήγαινα στη συγκέντρωση τη φρικτή, νεκρική σιγή στο μετρό. Όπου κι αν έστρεφα τα μάτια μου σιωπηλές φυσιογνωμίες, άψυχες σχεδόν, που κοιτούσαν μηχανικά και κουρασμένα το κενό. Κανείς τους δεν πήγαινε στην κηδεία του Θανάση. Όλοι στη δουλίτσα τους, την άθλια δουλίτσα τους, για όσο την είχαν, που ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να την προστατέψουν.
Και κλασική μουσική. Άφθονη κλασική μουσική να ρέει από τα μεγάφωνα του μετρό, μια μέρα μετά από ένα νεκρό παιδί στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Κλασική μουσική για νεκροζώντανα ζόμπι που δεν είχαν καλά καλά να φάνε, να πληρώσουν ΔΕΗ νοίκι, που δεν έβλεπαν μπροστά τους από την κατάθλα, που δεν ένιωθαν τίποτα απ’ τα πολλά ηρεμιστικά, αλλά συνέχιζαν να βαδίζουν μπρος πίσω σαν κουρδισμένα παιχνιδάκια ώσπου να αδειάσουν οι μπαταρίες τους.
Κλασική μουσική μέσα σε μία τραγικά αποστειρωμένη κανονικότητα και ησυχία που κανείς δεν σηκωνόταν να ουρλιάξει γι’ αυτό τον άδικο θάνατο. «Μια άψογη δημοκρατία της Βαϊμάρης» είχα σκεφτεί…
Ούτε κανείς είχε κάνει στάση εργασίας τότε. Όπως τρέξανε χτες να κάνουν «για τους συναδέλφους τους, που δέχτηκαν την άνανδρη επίθεση». Ανθρωπάκια χεσμένα πάνω τους, μην πάθουνε το ίδιο, γιατί βλέπεις κανείς απ’ αυτούς δεν έπαθε ότι έπαθε ο Θανάσης. Αυτοί οι ίδιοι που και τότε μέσα στα μετρό, τα λεωφορεία, τα τρόλεϋ, χωρίς να βγάλουν κιχ, μας είχαν πάει κανονικά. Στο θάνατο ενός 18χρονου παιδιού, που δεν είχε να πληρώσει ένα γαμημένο εισιτήριο.
Κι ήταν κι εκείνοι οι άλλοι οι γραφικοί, που περίμεναν την πρώτη-φορά-αριστερή σωτηρία τους, να’ρθει να τους κουνήσει το μαγικό ραβδί σαν τη νεράιδα του πολιτικού παραμυθιού που τρώνε τόσα χρόνια. Και φάγανε τόσο πολύ την καραμέλα, που τα δόντια τους σάπισαν και έπεσαν. Και ούτε να μιλήσουν τώρα δε μπορούν. Με το λουρί που σφίγγεται όλο και πιο πολύ κάθε μέρα στο λαιμό τους.
Και ολοένα και περισσότερο μία τρύπια κοινωνία, που στο μεγαλύτερο μέρος της μοιάζει αχρηστεμένη από ιστό κι αλληλεγγύη, παγερά αδιάφορη, συνένοχη, αποκρουστικά εξαθλιωμένη μέσα σε τόση αδράνεια, συνεχίζει να μπαινοβγαίνει μέσα απ’ τα μέσα μαζικής μεταφοράς, στο καθημερινό αδιέξοδο που αποκαλούσε και αποκαλεί ζωή. Συνεχίζει να αφήνεται σα μαριονέτα στα χέρια ενός συστήματος που την εκφασίζει μέσα από το φόβο.
Τους κοιτάζω έναν έναν όπως προχωρούν κάθε μέρα κάθε ώρα σαν ρομποτάκια μέσα στα μέσα μαζικών επιθυμιών, μαζικών ερώτων, μαζικής ασφυξίας, μαζικού θανάτου…
Ποιος είσαι; Είχες όνειρα ποτέ; Τι γίναν τα όνειρά σου; Για πόσο τα ξεπούλησες; Πίσω από ποιο ανώνυμο πλήθος κρύβεσαι και ξερνάς το φόβο σου ντυμένο με το μίσος;
Μίσος και δηλητήριο για το Θανάση, και για κάθε Θανάση που πήδηξε από ένα λεωφορείο για να γλυτώσει, που κάηκε από ένα μαγκάλι, που πήδηξε από ένα μπαλκόνι από απελπισία, που είναι σάρκα απ’ τη σάρκα σου, εργάτη, κι εσύ τον σκοτώνεις διπλά δίνοντάς τον βορά και άλλοθι στον πλούτο, σ’ όλους αυτούς που σου πίνουνε το αίμα, σε τσακίζουν, σε γονατίζουν, κι εσύ τους κουβαλάς ακόμα στις πλάτες σου σαν σωτήρες.
Ποια νομοταγής κανονικότητα σε πείθει να οπλίζεις μέσα από τη σιωπή και την υποταγή σου, τη δύναμη της εξουσίας πάνω σε κάθε αδύναμο και κάθε αδικημένο; Γιατί;
Πώς φτάσαμε μέσα σε αυτό το πολιτισμικό τίποτα που λανσάρεται για «κάτι» στο ξέπλυμα εννοιών από ψευτοδιανοούμενους, με πρόστυχες θεωρίες που κάποιοι αγοραίοι δέχονται να δικαιώσουν στα μάτια σου, δήθεν περασμένες από τα φίλτρα της κουλτούρας;
Δεν ξέρω πώς να τελειώσω αυτές τις γραμμές. Γιατί είναι δύσκολο να γράφεις στο όνομα των νεκρών. Δεν είναι εδώ ούτε για να συμφωνήσουν, ούτε για να σε διαψεύσουν, ούτε για να σε επικροτήσουν, ούτε για να σε φτύσουν στη μούρη. Κι εσένα, που είσαι ένα νεκροζώνταντο ζόμπι της κανονικότητας, ούτε καν που θα σε στοιχειώσουν τα πρόσωπά τους.
Τυχερό ανθρωπάκι.
Δεν ξέρεις πόσο καθόλου δεν σε ζηλεύω.