… Μοναστήρι Saint John, έξω από το Dodgeville στο Madison του Μιλγουόκι, δυο μέρες αργότερα. Το τσουχτερό κρύο μπήκε ορμητικά από τη μισάνοιχτη πόρτα κατεβάζοντας ακόμα περισσότερο τη θερμοκρασία στον προθάλαμο του μοναστηριού-ορφανοτροφείου. Η μαντεμένια ξυλόσομπα στο κέντρο του δωματίου είχε σβήσει από ώρα, αλλά τα στεγνά ξύλα ήταν στοιβαγμένα έξω, στη μικρή αποθήκη, στην αριστερή πλευρά του διώροφου κτιρίου. Η αδελφή Μαριάμ γέμισε το ζεμπίλι με όσα ξύλα μπορούσαν να σηκώσουν τα αδύνατα χέρια της και βγήκε στην παγωνιά κάνοντας προσεκτικά βήματα πάνω στο λεπτό στρώμα πάγου που είχε σχηματιστεί την πρωινή αυτή ώρα στο προαύλιο. Ακούμπησε το βαρύ φορτίο δίπλα στη μεγάλη σόμπα και έσπρωξε με δύναμη τη μεγάλη πόρτα ώστε να κλείσει, σέρνοντας παράλληλα με το πόδι της και την προβιά στο πάτωμα για να εμποδίζει το κρύο να μπαίνει από το διάκενο. Αφού τελείωσε με τα ξύλα, έφτιαξε ένα ζεστό τσάι του βουνού με μέλι που είχε φέρει από τα χτες η Ηγουμένη και βολεύτηκε κοντά στη σόμπα, χαζεύοντας τις φλόγες να ζωντανεύουν, ενώ έξω από το παράθυρο οι νιφάδες του χιονιού πύκνωναν και το πρώτο φως της ημέρας έκανε δειλά την εμφάνισή του.
Το μυαλό της δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τον μικρό Peter που για δεύτερη φορά μέσα στον τελευταίο μήνα είχε καταφέρει να την κάνει να νιώσει το φόβο να την κατακλύζει…