Έρωτες, συγκρούσεις, πάθη, πειρασμοί, ντίβες της νύχτας, σουξέ, ψέμματα, ζημιές, κίνδυνοι, μυστικά, φιλοδοξίες, ίντριγκες, λαμέ, σαμπάνια και βαρύ μακιγιάζ. Ένα οδοιπορικό στη μακριά Νύχτα, της δεκαετίας του ’80.
Η θεατρική παράσταση «Αυτή η νύχτα μένει», που σκηνοθετεί η Κίρκη Καραλή και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, ανατρέχει στα θρυλικά σκυλάδικα της επαρχίας και ζουμάρει σε ένα κολάζ ανθρώπων που μαγνητίζεται από λαϊκά τραγούδια και παρασύρεται σε ένοχες νύχτες. Άγρια πάθη, που αποκτούν σκηνική υπόσταση, με αφορμή τα ερωτικά τραγούδια της πίστας, αλλά και τα «Αποσπάσματα ερωτικού λόγου» του Ρολάν Μπαρτ. Ιστορίες που έχουν κάτι από τη μαγεία του «Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ και από την ψυχρότητα ενός αστυνομικού ρεπορτάζ. Υλικά που κάνουν μια «χημική» αντίδραση με το αλκοόλ της Νύχτας. Μια παράσταση για την παρηγοριά των σκυλάδικων, για τους ανθρώπους που στα σκοτάδια δείχνουν ομορφότεροι και για τη νύχτα – που όπως κι ο έρωτας – έχει μεταμορφωτική επίδραση σε όσους κοινωνήσουν τα μαγικά της φίλτρα. Ο έρωτας, γράφει κάπου ο Μπαρτ, δεν είναι παρά ένα πρόγραμμα που πρέπει να διανυθεί. Αυτό είναι το έργο. Τρίπολη, Πύργος, Σπάρτη, Καλαμάτα, Πάτρα, Άργος, Καστοριά, Αλεξανδρούπολη, Βέροια, Ορεστιάδα, Λαμία, Τρίκαλα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα και άλλες πόλεις σε ένα road trip στα ΄80s. Aπ’ την πρώτη κρυάδα μέχρι την οριστική μεταμόρφωση.
Ο Αλεξανδρής, κλείνοντας το βιβλίο, που σημείωσε πολύ μεγάλη αναγνωσιμότητα την τελευταία εικοσαετία, αφηγείται: «Είδα έναν κόσμο που άναψε πάνω σε μια σκηνή όλο μάγια. Σαν τον πιο άγριο και άπονο έρωτα που θα ‘θελε να γράψει ο Λόρκα ή σαν ένα φλαμένκο πάνω σε απαγορευμένα βήματα κι άγριες φιγούρες της φωτιάς. Μπορεί και σαν σκηνές που ο Αλμοδοβάρ και ο Φασμπίντερ δεν πρόλαβαν να βάλουν στις ταινίες τους, γιατί δεν έζησαν, δεν είδαν για να εμπνευστούν. Τη νύχτα ζεις. Μπορεί και να πεθάνεις, αλλά σίγουρα δε φυτοζωείς. Ή ζεις ή πεθαίνεις. Πιστεύω ακράδαντα ότι στον 21ο αιώνα, όπως και με το ρεμπέτικο, που ήταν παρεξηγημένο στην εποχή του, το σκυλάδικο θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης των κοινωνιολόγων. Πιστεύω ότι οι φοιτητές θα προσεγγίσουν με ευλάβεια και συγκίνηση αυτό το κομμάτι της πολιτισμικής μας ιστορίας.»