Home BLOG... Athens Mars Κριτική για τα “Κόκκινα Φανάρια” του Αλέκου Γαλανού στο Εθνικό Θέατρο

Κριτική για τα “Κόκκινα Φανάρια” του Αλέκου Γαλανού στο Εθνικό Θέατρο

0
1017

Πρόκειται, ίσως, για την πιο πολυσυζητημένη παράσταση της χρονιάς με την ανατρεπτική σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου να κυριαρχεί σε μια εργοστασιακή σκηνή και την παραγωγή να μοιάζει με θέαμα εξωτερικού, πράγμα που δεν ευθύνεται στο γερό budget αλλά στη ματιά του ίδιου του καλλιτέχνη.

 

Αυτό που θυμόμαστε από την κινηματογραφική επιτυχία του 1963 -αφού τότε έγινε γνωστό στο ευρύ κοινό- ήταν ένα σπίτι με ματρόνα τη Μαντάμ Παρή που ο μόνος της σκοπός ήταν να πλουτίσει, όχι μόνο για αυτήν αλλά και για τον αγαπημένο της σύντροφο Μιχαήλο. Τα κορίτσια υποδέχονταν αγνώστους στα δωμάτιά τους και οι ψυχές του δεν έμεναν αλώβητες, εκτός κι αν πάγωναν τα συναισθήματά τους με ένα μόνο σκοπό: Να ξεχάσουν τον κόσμο της μιζέριας στον οποίο είναι εγκλωβισμένες.

 

Η σκηνοθετική άποψη του Κωνσταντίνου Ρήγου μεταφέρει τη δεκαετία του 60 στο σήμερα με τα τσιγάρα να αντικαθίστανται από κοκαΐνη και τα φτερά να γίνονται πολύχρωμες περούκες. Το κόκκινο φωτάκι δεν υπάρχει πια, αλλά τη θέση του έχει πάρει μια ταμπέλα που αναβοσβήνει και γράφει “STUDIO”. Μπορεί η ιστορία να είναι παλιά αλλά τα συναισθήματα των γυναικών που δίψασαν για μια μεγαλύτερη ζωή και των ανδρών που τόλμησαν να ερωτευτούν, με σκοπό να πληγωθούν, παραμένουν ίδια, με αποτέλεσμα το ίδιο το έργο να κατατάσσει τον εαυτό του στα διαχρονικά. 

 

Τα σκηνικά δεν είναι πια μια σκάλα που τρίζει, ένα φανάρι στον τοίχο και κεντημένοι πίνακες στα ξύλινα κασώματα. Είναι ένας ψυχρός χώρος, μια άθλια διάταξη μέσα σε ένα παγωμένο τοπίο που θυμίζει δρόμο και, δικαίως, νομίζω, ο σκηνοθέτης αφαίρεσε το χρώμα από το φόντο για να ξεχωρίσει την ιδιαίτερη εμφάνιση των εκδιδομένων του σήμερα. Η δυναμική προβολή της παράστασης βοήθησε το Ρήγο. Η σκηνή γυρίζει και από το σαλόνι μεταφερόμαστε σε ένα δωμάτιο. Οι τοίχοι πέφτουν και μεταφερόμαστε στο άντρο της Μαντάμ Παρής που όσο ψυχρή κι αν μοιάζει στην αρχή της υπόθεσης, η ιδιαίτερη περσόνα της εξελίσσεται σε μια φυσιολογική, γερασμένη και κουρασμένη φιγούρα. Μια οθόνη προβολής που δείχνει παράλληλες ιστορίες σε άλλους χώρους και όλοι αρχικά νομίζουν ότι είναι κινηματογραφικά γυρισμένες εξ’αρχής, αλλά ό,τι συμβαίνει στην οθόνη είναι σε πραγματικό χρόνο με δύο κάμεραμεν να τριγυρνούς επάνω στη σκηνή.

 

Η μουσική επιμέλεια ταίριαξε και έδωσε μια ρετρό διάσταση μέσα στη σύγχρονη ρεαλιστική πραγματικότητα και το καταλαβαίνεις με την αρχή του έργου, που καθηλώνει μέσα από την τραυματική ιστορία της χορεύτριας Έλενας Τοπαλίδου και τη συγκλονιστική ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου στο “Μαχαίρα Έδωσες”. Η κινησιολογία των ηθοποιών μέσα στη μουσική επιμέλεια του Δημοσθένη Γρίβα συνδύασε ένα δυναμικό αποτέλεσμα και οι εντατικές προσπάθειές τους να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του ρόλου απέδωσαν καρπούς.

 

Το μοναδικό αρνητικό της παράστασης είναι πως μία – δύο ερμηνείες ήταν πολύ ρηχές σε σχέση με την πραγματική ψυχολογία που θα έπρεπε να διέπει τους ήρωες.  Η ευχάριστη νότα ήταν η συμβολή της Έλενας Τοπαλίδου, της Ευγενίας Δημητροπούλου και της Μαρίας Κίτσου είναι. Ο δυναμισμός που χαρακτηρίζει τις ωμές και τετράγωνες σκηνές έμοιαζαν ιδιαίτερα δύσκολες ως προς την παρουσίασή τους από τους ηθοποιούς αλλά χωρίς αυτόν τον απαραίτητο σκληρό χαρακτήρα από το πρόσωπό τους, οι σημαντικές πράξεις χάνονται μέσα στην αίγλη του πρωτότυπου.

 

Σε όσους προσπάθησαν να συγκρίνουν τα “Κόκκινα Φανάρια” του Εθνικού με την ταινία σταθμό του ελληνικού κινηματογράφου, ο Ρήγος μιλάει με μια αποστομοτική απάντηση: Κανένας ρόλος, καμία ερμηνεία δε μοιάζει με την αυθεντική μορφή και το αποτέλεσμα δε σε κάνει να νιώθεις ότι μόλις παρακολούθησες μια διασκευή, αλλά κάτι πρωτότυπο. 

 

 

*Βγαίνοντας από το θέατρο άκουσα έναν ηλικιωμένο άνθρωπο να κραυγάζει ότι επρόκειτο για μια αθλιότητα που μόλις είχε δει. Τον καταλαβαίνω γιατί η πρωτοποριακή επιμέλεια των καλλιτεχνών δε μπορεί να αγγίξει τις ρομαντικές χορδές των ανθρώπων που είχαν συνηθίσει μια άλλη δεκαετία και μια άλλη κουλτούρα που τα πάντα φαίνονταν ωραιοποιημένα και μακριά από την πραγματική διάσταση με δεδομένο το happy end που, δικαίως, λείπει από τη σύγχρονη εποχή.